Η γειτονιά μας: Πλανόδιοι πωλητές

Ο πρώτος περιπλανώμενος πωλητής που άκουσα ποτέ μου, ήταν ο ψαράς της γειτονιάς όπου έμενα ως τα επτά μου χρόνια.
Φώναζε την λέξη "Ψάρια" με έναν τρόπο πολύ ιδιαίτερο, σαν να τραγουδάει, σαν να ορίζει την άφιξη κάποιου σημαντικού προσώπου ή γεγονότος.
Ήταν ένα κάλεσμα και διαρκούσε για περίπου μία ώρα (ή και για περισσότερο, τι να σου πω, ήμουν και πολύ μικρή).
Αμυδρά θυμάμαι το λευκό του μικρό αυτοκίνητο και το χαμόγελό του. Κυρίως, όμως, μου έχει μείνει η φωνή του. Θα πρέπει να έκανε αυτήν την δουλειά τουλάχιστον για είκοσι χρόνια, καθώς τον άκουσα ξανά στα 27 μου και ο συγκεκριμένος ήχος μου θύμισε παιδικά σαββατιάτικα ξυπνήματα.

Όταν κάποιος πλανόδιος μανάβης πουλούσε πατάτες, τομάτες και τα συναφή, φοβόμουν, καθώς οι μεγαλύτεροι με τρομοκρατούσαν λέγοντας ότι είναι συγγενής μου ο κύριος με την μπάσα φωνή και ότι θα έρθει να με πάρει να πάω πίσω στο σπίτι μαζί του.
Όπως καταλαβαίνεις, το άγνωστο σε συνδυασμό με την βαριά χροιά έκαναν την κατάσταση δύσκολη κι εγώ καθόμουν ήρεμη ώστε να μην με καταλάβει ο πωλητής και έρθει και με αναγνωρίσει.

Αρκετά χρόνια μετά, όταν πήγαμε στο χωριό και ειδικά τα καλοκαίρια, ερχόταν ένας άλλος ψαράς, ο οποίος, άκου τώρα να δεις (!), είχε εντελώς διαφορετικό τραγούδισμα και φαινόταν και νεότερος από τον προηγούμενο.
Αυτό με το ότι οι ψαράδες έτειναν να εκφράζουν τον διάχυτο ενθουσιασμό τους για τα ψάρια και τις αντίστοιχες αγορές ενώ οι μανάβηδες ήταν σαν να σου έλεγαν "Έλα φίλε, αγόρασε να τελειώνουμε, έχω και να πάω σπίτι". Μου θύμισαν στιγμιαία τους Έλληνες πολιτικούς.
Ίσως οι πρώτοι να είχαν κέφι λόγω της ενασχόλησής τους με την θάλασσα. Ναι, κατέληξα, αυτό θα ήταν.

Όταν πήγαινα στο δημοτικό σχολείο δεν είχαμε καντίνα ή κάτι τέτοιο. Ερχόταν ο φούρναρης, ο οποίος είχε επίσης ειδικό κάλεσμα, ειδικά φτιαγμένο για παιδιά. 
Μαζευόμασταν λοιπόν εκεί στην εξώπορτα, συνήθως στο πρώτο διάλειμμα, και παίρναμε τυρόπιτες, κρουασάν και τα λοιπά.
Είχαμε πάντα το άγχος μη και μας κρατήσει ο δάσκαλος παραπάνω στο μάθημα και δεν προλάβουμε τον φούρναρη!
Δεν θα καταλάβαινε την απουσία μας, καθώς θα εξυπηρετούσε τα παιδιά των άλλων τάξεων και θα έφευγε. Ο χρόνος του ήταν πολύ συγκεκριμένος, έπρεπε να πάει και στα σχολεία των γειτονικών χωριών. Στην πόλη δεν ήξερα αν πήγαινε. Χαρούμενο τον έβρισκα, ήξερε από πωλήσεις. Και ήταν φιλικός μαζί μας, τόσο όσο.

Συχνά ερχόταν ο παππούς μου για να με κεράσει τυρόπιτα. Έλεγε (μπροστά σε όλους) "Δέσπω, τι να σου πάρω σήμερα, θες τυρόπιτα;" και εγώ σκεφτόμουν την τυρόπιτα και αγνοούσα το γεγονός ότι με είχε αποκαλέσει με ένα παράξενο όνομα μπροστά σε όλους. Οι συμμαθητές με κορόιδευαν μετά αλλά ήμουν πολύ απασχολημένη στην κατανάλωση της τυρόπιτας για να με πειράξει κάτι τέτοιο.

Μεγαλύτερο ενδιαφέρον είχαν οι πλανόδιοι του καλοκαιριού.

Συνήθως ήταν ο μανάβης, ο δεύτερος, όχι εκείνος με τις πατάτες, ο άλλος με τα καρπούζια και τα πεπόνια. Είχε και εκείνος βαριά φωνή αλλά με χαιρετούσε εγκάρδια και μου έλεγε να φωνάξω την γιαγιά μου, λες και είχαν κάποιο ραντεβού που εγώ δεν είχα πάρει χαμπάρι.
Χρόνια μετά διαπίστωσα πως η γιαγιά ήταν άσσος στους διακανονισμούς, είτε κατ'ιδίαν είτε δια τηλεφώνου. Θα μπορούσε να είχε γίνει έμπορος.

Κάθε καλοκαίρι τα ίδια. Παίρναμε έναν σκασμό φρούτα από τον πλανόδιο (και τα τρώγαμε). Είχαμε βέβαια και τα δικά μας, από τα δέντρα, αλλά άντε να βάλεις καρπουζιά στο παραθαλάσσιο χωριό! 
Και όμως. Πολύ καιρό αργότερα φύσηξε ένα αεράκι, μετέφερε έναν σπόρο από το πιάτο στο περιβόλι και φύτρωσε μια καρπουζιά που έκανε κάτι πολύ μικρά αλλά νόστιμα καρπούζια.
Αναρωτιόμουν γιατί αυτά ήταν μικρά και τα άλλα μεγάλα. 
Και γιατί όλοι ήθελαν τα μεγάλα αφού δεν χωρούσαν στο ψυγείο.
Άντε να κόψεις το γιγάντιο φρούτο και να το χωρέσεις εκεί μέσα.
Ενώ το μικρουλι είναι σαν μπάλα. Παίζεις λίγο και μετά τρως. Και αποθηκεύεις σε ένα ράφι ό,τι περισσέψει για το απόγευμα. Απλά πράγματα.

Είχαμε και φράουλες δικές μας. Δεν θα σου πω πολλά, θα σου πω μόνο ότι ήταν πολύ νόστιμες. Και ότι ο πλανόδιος μανάβης είχε σημαντικό ανταγωνισμό.
Στις περιπτώσεις που η γιαγιά έλεγε Έχουμε έχουμε είμαστε εντάξει. την κερνουσε για παράδειγμα ένα μάτσο φράουλες για να πειστεί ότι οι δικές του ήταν πιο ωραίες και να αρχισει να αγοράζει. Στρατηγική μάρκετινγκ. Εμένα πάντως οι δικές μας οι φράουλες μου άρεσαν πιο πολύ.

Σε ετήσια βάση περνούσε ο κύριος από το καθαριστήριο. Τον καταλάβαινα από την ντουντούκα και από το μεγάλο όχημα, τύπου βαν. Κόρναρε, έκανε αναστροφή, περίμενε λίγο και μετά έφευγε.
Με ρωτούσε η γιαγιά Πέρασε κανείς; Και αν έλεγα το καθαριστήριο δεν εξέφραζε μεγάλη δυσαρέσκεια. Αν, εντούτοις, είχαν περάσει ο μανάβης ή (μη χειρότερα!) ο ψαράς, είχαμε πρόβλημα. Άρχιζε τα τηλέφωνα και έλεγε τι θέλει να μαγειρέψει. Αναλυτικά. Υπερβολικά αναλυτικά θα έλεγα, για την όλη περίσταση.

Που και που ερχόταν στην γειτονιά μια κυρία με μικροαντικείμενα, τύπου παιχνίδια, που ειλικρινά, εμένα δεν μου άρεσαν, καθώς παίζαμε τότε έξω και ανακαλύπταμε πράγματα και αυτό είχε πιο πολύ σασπένς. Αλλά ο παππούς μας αγόραζε κανένα μικρό αντικείμενο, που και που.
Επίσης, μας έφερνε καραμέλες γάλακτος και τύπου λουκουμάκι, αλλά αυτές τις έπαιρνε από το μαγαζί στο άλλο χωριό.

Ο ανθοπώλης δεν είχε μεγάλη ποικιλία προϊόντων αλλά είχε τις περισσότερες φορές βασιλικό που άρεσε στην γιαγιά. Και αυτό, μας ήταν αρκετό. Μύριζαν όμορφα και στόλιζαν τον χώρο. Μεγαλώνοντας έμαθα ότι διώχνουν και τα κουνούπια.
Είναι μυρωδικά και συμβολίζουν πολύ θετικά πράγματα βάσει παραδοσιακών ιστοριών. Άκου να δεις τώρα, ένα φυτό όλα αυτά!
Μου άρεσε να τρίβω το χέρι μου πάνω στο κλωνάρι και να μυρίζω ολόκληρη άνοιξη και καλοκαίρι.

Για το τέλος άφησα τον κουλουρά, που ήταν γηραιός και κουβαλούσε τα κουλούρια στην πλάτη σε κάτι σαν πανί, σαν κάπα, δεμένο αρκετά παράξενα αλλά αποτελεσματικά.
Συνήθως δεν θέλαμε κουλούρι, βάσει του ύφους της γιαγιάς, αλλά καμιά φορά παίρναμε. Πάντως, κάθε φορά λέγαμε καλημερα.

Πλέον ο μόνος πλανόδιος που βλέπω και μου θυμίζει κάτι από τα παλιά είναι ο λαχειοπωλης, ο οποίος υπήρχε και όταν εγώ ζούσα στο χωριό, απλά δούλευε κυρίως στην πόλη.

Ίσως να συναντήσω και πωλητές αυτοσχέδιων κοσμημάτων αλλά δεν θα μετακινούνται, θα είναι σε πάγκους και ο κόσμος θα περνάει από το σημείο στο οποίο στέκονται εκείνοι και τα προϊόντα.

Θα μπορούσα να αρχίσω να περιγράφω τα παζάρια και τις λαϊκές αλλά αυτό το κείμενο ήταν αφιερωμένο κατά βάσιν στους πλανόδιους, δηλαδή στους περιπλανώμενος πωλητές, του χωριού και της πόλης.

Οι περισσότεροι στην εποχή μου, όταν δηλαδή ήμουν παιδί, είχαν αμάξι παλιού τύπου. Μόνο ο κουλουράς ήταν πεζός.

Αναρωτιέμαι τι γινόταν πριν βγουν τα αυτοκίνητα.
Με μηχανάκι, να πήγαινε κανείς ή δεν είχε χώρο; Ίσως ο εφημεριδοπώλης. Μα δεν τον πρόλαβα, είχε φύγει.

Αν ξέρεις περισσότερα για αυτό το θέμα, περιμένω μήνυμά σου.


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις