Πίστα αγάπης
Στο παιχνίδι μας γνώρισα έναν μουσικό.
Του άρεσε να φτιάχνει τραγούδια και να τα εμπλουτίζει με στίχους.
Δεν φοβήθηκε ποτέ του να τα εκφράσει, να τα μοιραστεί.
Του έλεγαν να σταματήσει.
Δεν έχει νόημα αυτό που κάνεις, δεν βγάζεις λεφτά.
Κι εκείνος συνέχιζε και κάθε πρωί έλεγε κι από ένα νέο τραγούδι.
Η μέρα του συνεχιζόταν με εκείνους να του λένε να σταματήσει.
Σαν να γίνεται μάχη ένιωθα μέσα μου.
Πόλεμος, αν έβλεπες τις μάχες όλες αθροιστικά.
Μόλις έφυγε τους έλειψε το τραγούδι του.
Ήταν, τελικά, χρήσιμο, για να έχουν να σταματήσουν κι εκείνοι κάτι.
Όπως οι βάρβαροι του Καβάφη, έτσι και ο μουσικός ήταν χρήσιμος με έναν παράταιρο κόσμο σε μια κοινωνία που δεν είχε ιδέα από την γοητεία της μουσικής.
Και τώρα, ποιον θα είχαν να κατηγορούν;
Όλο και κάποιον άλλον θα έβρισκαν.
Ο μουσικός είχε έναν σκοπό και τον αγαπούσε, περιέλουζε με αυτόν κάθε στιγμή του. Δεν είχε χρόνο για χάσιμο, κάθε μέρα ήταν σημαντική για να τολμήσει να σταματήσει.
Πήγε άλλου, λοιπόν, για να γλιτώσει από τον πόλεμο.
Και εκεί, κάποιοι κάποτε είπαν, ότι συνέχισε και τραγουδούσε.
Ήταν ελεύθερος από την κατήφεια της κουλτούρας των ανθρώπων, που είχαν μάθει να ζουν μέσω των ζωών των άλλων.
Τους είχε λείψει το τραγούδι, και τώρα τι θα έκαναν;
Θα έφτιαχναν νέο, δικό τους, ώστε να μάθουν να αγαπούν ένα τραγούδι όπως αγαπούν τον κόσμο και τον εαυτό τους.
Όπως συγχωρούν και όπως επιλέγουν να αλλάζουν, όσο γίνονται αποδεκτοί την ίδια στιγμή.
Ένα τραγούδι ήταν, δεν ήταν και τόσο σπουδαίο τελικά.
Μα ήταν οι αλήθειες που ακούστηκαν και συνέχιζαν να ακούγονται για όσο εκείνος, και όσοι τον κατάλαβαν, εξακολουθούσαν να ζουν και να αγαπούν.
Και έτσι περάσαμε και από αυτήν την πίστα.
Είχε φτάσει η ώρα να μάθουμε να ξεχνάμε και να αγαπάμε από την αρχή.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου