Κασέτα, πρόλαβες;
Απόσπασμα από το βιβλίο
"Κασέτα, πρόλαβες;" που είναι στα σκαριά του.
1
Ο υπολογιστής μου κι εγώ
Στο ίδιο σπίτι βρισκόμουν όταν έκανα το πρώτο μου ποσταρισμένο σχόλιο στα social media.
Απλά από εκείνη την ημέρα έχουν περάσει δεκαπέντε, ίσως και λίγο περισσότερα, χρόνια.
Τότε, βέβαια, δεν μπορούσα να έχω φορητή συσκευή στο μπαλκόνι, πόσο μάλλον κινητό έξυπνο τηλέφωνο με οθόνη χωρίς κουμπιά.
Υπήρχε μόνο ένας μεγάλος υπολογιστής, βαρύς, με μια εξίσου μεγάλη και βαριά οθόνη, αμφιβόλου ποιότητας. Κατά τα λεγόμενα του πατέρα μου που ήταν φίλος της τεχνολογίας ήταν από τα καλύτερα μηχανήματα που εκείνα τα χρόνια κυκλοφορούσαν στην αγορά.
Είχα μάθει, που λες, από μια συμμαθήτρια στο γυμνάσιο για την περίφημη πλατφόρμα, εντός της οποίας μπορούσες να γνωρίζεις κόσμο και να συζητάτε με τις ώρες για τα όσα σας απασχολούν. Δεν χρειάζεται να σου περιγράψω για τους προβληματισμούς στην εφηβεία κατά το 2000 κάτι, με νιώθεις, ειδικά αν είσαι τώρα 30-40 ετών.
Ζήλεψα και γράφτηκα και εγώ.
Μου πήρε μπόλικες ώρες αλλά εν τέλει τα κατάφερα. Περιττό να πω ότι τότε δεν ήξερα ούτε να πληκτρολογώ. Στο προφορικό η γλώσσα ροδάνι, στο χειρόγραφο, έτοιμη για πρόσληψη ως γραμματέας – γραφιάς. Από υπολογιστή δεν είχα ιδέα.
Αλλά είχε η φίλη και έτσι εγώ δεν μπορούσα να μην έχω.
Γενικά δεν ενδιαφέρομουν για αυτά τα μαραφέτια, ήταν υπερβολικά περίπλοκα για τα λεπτεπίλεπτα γούστα μου. Προτιμούσα τα φορητά μικρά γουστόζικα ραδιοφωνάκια με την κεραία, σε έντονο χρώμα, ακόμα καλύτερα. Μου έφτιαχναν τη μέρα, ήταν εύχρηστα και ευχάριστα.
Η τηλεόραση με ενδιέφερε μόνο όταν είχε ταινίες με σούπερ ήρωες, μάγους, αντίρροπες δυνάμεις καλού και κακού που επρόκειτο να συγκρουστούν, Σκανδαλίδης, γκάφες και τα λοιπά. Τουτέστιν, παρακολουθούσα κυρίως Σάββατο βράδυ το κανάλι με τις ταινίες.
Για παιδικά είχα μεγαλώσει, την ώρα που η μικρή αδελφή μου έβλεπε, κρυφοκοίταζα για λίγο για να δω πως είχαν εξελιχθεί τα καρτούν οχτώ χρόνια μετά (χάλια, τα ψηφιοποίησαν, πως μπόρεσαν;) και μετά έπαιρνα το ποδήλατο φορώντας ακουστικά για να πάω μια βόλτα στην παραλία.
Θα μου πεις τώρα, που συνέδεα τα ακουστικά. Μα φυσικά, στο εμ πι θρι μου.
Ο πατέρας μου είχε φαγωθεί να πάρω εμ πι φορ αλλά εγώ δεν ήθελα. Έλεγε ότι τα δισκάκια που έβαζα στην ωραιότατη συσκευή μου σε χρώμα σάπιου μήλου (σιντί τα λέγαμε και γράφονταν cd) ήταν «ξεπερασμένα».
Ας είναι, εμένα μου αρέσουν.
Αυτό σκεφτόμουν.
Κάπως έτσι γινόταν και με τις λοιπές συσκευές.
Τις επέλεγα βάζοντας το ατομικό μου γούστο, αν ήταν σχετικές με ήχο ή εικόνα, αλλά όχι περισσότερο περίπλοκα πράγματα. Εξοικειωνόμουν. Δενόμουν. Μετά μου έφερναν ένα άλλο, μια χαζομάρα καινούρια χωρίς κουμπιά.
Καταλαβαίνεις;
Να ψάχνεις να βρεις πως ανοίγει και να μην βρίσκεις που είναι το ον.
Με τα πολλά μου έδειξαν, εξοικειώθηκαν και τελικά συνήθισα. Τα πρώτα όμως ήταν τα πιο ωραία.
Σκεφτόσουν ρε, πως το σκέφτηκαν αυτό;
Από ένα σημείο και μετά, όμως, αν δεν είχες από το σχολείο αντίστοιχη παιδεία, έμενες πίσω στις σχετικές εξελίξεις. Ήξερες τα κουμπιά και τις κεραίες όχι τα touch!
Μου πήρε χρόνια να χρησιμοποιήσω κινητό νεότερης τεχνολογίας. Από άρνηση να αφήσω το τηλέφωνο με τα στρογγυλά κουμπιά, που ήξερα σε αυτό να γράφω μηνύματα χωρίς να κοιτάζω το τηλέφωνο.
Να μαθαίνεις πως θα μπεις στο βιβλίο Γκίνες με κόπο και εξάσκηση και να σου λένε να αλλάξεις κινητό διότι είσαι ντεμοντέ. Να σου κάνουν και δώρο έξυπνο τηλέφωνο και να μη μπορείς να πεις όχι.
Μετά να σε ρωτάνε «το χρησιμοποιείς;» και να πρέπει να πεις ναι για να μη φανείς αγενές γαϊδούρι. Και μετά να πρέπει να το χρησιμοποιήσεις όντως γιατί θα σου έκαναν ερωτήσεις για τις λεπτομέρειες.
Άστα. Και το Γκίνες να αργοσβήνει σε κάποιο συρτάρι, κάπου, στα άδυτα της τεχνολογίας μιας άλλης εποχής.
Στην δίνη των χαριτωμένα διαμορφωμένων αναμνήσεων των χρόνων μιας εφηβείας κατά τη διάρκεια της οποίας βουτούσες απλά το ποδαράκι στον κόσμο της τεχνολογίας και κάποιος από πίσω σε έσπρωχνε για να βουτήξεις με τα μούτρα.
Και καλά έκανε, δηλαδή. Αλλιώς, δεν θα μαθαίναμε ποτέ κολύμπι.
Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Ήμουν οριακά δεκαπέντε.
Τώρα είμαι οριακά τριάντα.
Τότε δεν ήξερα να πληκτρολογώ ή να περιηγούμαι, τώρα η μισή μέρα μου είναι σε μια οθόνη.
Εκείνα τα χρόνια έλεγα ιστορίες για να πω τον πόνο μου στις συνομίληκες ή για να τις παρηγορήσω για τον δικό τους, τώρα αυτό το κάνω δουλειά.
Θα είμαι άδικη αν πω ότι η τεχνολογία δεν βοήθησε.
Απλά, να μωρέ, μου άρεσε πάντα η μυρωδιά του χαρτιού. Και ο ήχος της συχνότητας. Και το κλικ του κουμπιού.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου