RETRO Μέρος τρίτο: Περίπατοι
Ρετρό περίπατοι
1
Αιφνιδιασμένη, σηκώθηκα απότομα από τον καναπέ στον οποίο καθόμουν. Είχα αποκοιμηθεί. Έβλεπα σε όνειρο ότι είχα χάσει την βέσπα μου.
Η βέσπα, που είναι η βέσπα;;
Έντρομη πλέον, άρχισα να την ψάχνω παντού.
Στην πραγματικότητα στην οποία βρισκόμουν η βέσπα δεν ήταν εκεί που συνήθιζα να την παρκάρω.
Ξαφνικά άκουσα ένα κορνάρισμα. Βγήκα έξω και η Ροζίτα κατέβασε το τζαμί του παραθύρου καλησπερίζοντάς με. Μου είπε να μπω.
Ήμουν τόσο ταραγμένη που ούτε τηλέφωνο ούτε κλειδιά πήρα μαζί. Παίζει να άφησα και ξεκλείδωτα.
Ροζίτα, χάθηκε η βέσπα μου…
Βρε χαζούλι, η βέσπα έχει χαλάσει, δεν θυμάσαι; Είναι στην πίσω πλευρά της αυλής. Τώρα οδηγάς ρετρό αμάξι, να, αυτό, μαζί το πάμε.
Τι;
Να σου πω, στα σαράντα χρόνια σου αποφάσισες να πάθεις Αλτσχάιμερ; Μη μου κάνεις τέτοια σε παρακαλώ.
Στα πόσα χρόνια μου;; Μη μου τα λες απότομα, ταράζομαι!
Έχει σημασία πόσο είσαι ή πόσο νιώθεις;
Φίλε, είμαι τριάντα και τόσο νιώθω.
Ναι αλλά έζησες όσα μια σαραντάρα.
Άρα αυτό με κάνει μια δεκαετία μεγαλύτερη;
Ω ναι, καλωσόρισες. Έλα τώρα να ακούσουμε λίγη ροκ, πάντα το ήθελα να βάλω ροκ στο ρετρό ραδιοφωνάκι μας.
Σοκαρισμένη αλλά και ήρεμη που είχα τόσο καλή παρέα κοίταξα απελπισμένη έξω από το παράθυρο του χρόνου και αναλογίστηκα αν ήταν δυνατόν να έχω χάσει έτσι απλά μια δεκαετία της ζωής μου επειδή τόλμησα να ονειρευτώ για λίγο.
Απ’έξω όλα ήταν ωραία. Βουνά, λαγκάδια, θάλασσες, ποτάμια, πόλεις, χωριά. Ατελείωτο φάνταζε αυτό το ταξίδι, αλλά και σύντομο μαζί. Όπως η δεκαετία.
Κάποια στιγμή σκοτείνιασε. Ευτυχώς καταλάβαινα ότι δίπλα μου καθόταν η Ροζίτα, που οδηγούσε. Έτσι δεν έχασα την υπομονή μου. Κοιμήθηκα ξανά και ήλπιζα αυτή την φορά να μη ξυπνούσα και ήμουν εκατό.
Μια λάμψη με ξύπνησε.
Όχι, εδώ ήμουν, στα παλιά καλά έξαφνα σαράντα.
Τι είναι αυτό, πυγολαμπίδα; Την ρώτησα.
Όχι, άσπρη τρύπα.
Κάτι για μαύρες είχα ακούσει, τι λες εσύ τώρα δεν ξέρω.
Α τη μαύρη δεν την πλησιάζεις αν το θες το αμαξάκι ακέραιο. Μόνο τις άσπρες.
Που πάμε ρε συ Ροζίτα;
Κάπου.
Μου θυμίζεις την μαμά μου όταν ήμουν στο δημοτικό.
Με εμπιστεύεσαι;
Μπορώ να κάνω και αλλιώς.
Μετά από αυτήν την σουρεαλιστική συζήτηση σκάσαμε στα γέλια και αρχίσαμε να τραγουδάμε:
Baby baby baby you are out of time…
Να άκουγαν Rolling Stones και σε άλλα σύμπαντα;
Μπορεί.
Η χημική τους σύσταση είναι σούπερ ντουπερ άρα κανείς δεν μπορεί να αποκλείσει ότι ταξιδεύει τα βράδια. Αν ισχύουν οι τρελές μας υποθέσεις.
2
Οι αποχωρισμοί είναι δύσκολοι, ειδικά όταν δεν τους περιμένεις. Πίστευα ειλικρινά πως ήταν εκείνη η τελευταία μας στιγμή με την καλή μου φίλη, που είχαμε μοιραστεί τόσα.
Τραγουδούσαμε Rolling Stones πολύ δυνατά και με πολύ κέφι όταν ξαφνικά νιώσαμε πως μας απορροφά κάτι σαν γιγάντια ηλεκτρική σκούπα και μετά μας βγάζει σαν κάποιος να έκλεισε απότομα τον διακόπτη.
Dust in the wind, άρχισε να παίζει από πίσω.
All we are is dust in the wind…
Ήμουν εντελώς μόνη. Η Ροζίτα πουθενά.
Έψαχνα για ώρες να την βρω, μέχρι που κατάλαβα.
Ήμουν η Ελπίδα, ήμουν η Ροζίτα, ήμουν η Χαρά, ο Πόνος, το δάκρυ, η βροχή, η θλίψη και η έκπληξη, όλα μαζεμένα σε μια ύπαρξη που μου θύμιζε αυτό που κάποτε μου είχαν περιγράψει σαν αστρική υπόσταση.
Δεν έβλεπα τίποτα.
Ώσπου βρέθηκα ξαφνικά σε ένα σκηνικό που είχα πάει παλιότερα.
Καλά, για βέσπα ή για αμάξι δεν το συζητάμε. Ξυπόλητη ήμουν, δεν ξέρω καν αν φορούσα ρούχα, δεν μπορούσα να δω. Μόνο ένιωθα πως ακουμπούσα πάνω σε κάποιο έδαφος. Ή κάτι σαν έδαφος.
Λες να είμαι σε κάποιον πλανήτη που μοιάζει με τον Δία;
Έκανα αυτή την υπόθεση γιατί πατούσα στον αέρα. Αλλά ήταν στέρεος στις δικές μου αισθήσεις.
Μπροστά μου είχα ένα κτίριο. Τριγύρω του υπήρχαν διάφοροι συρμάτινοι φράχτες.
Τρόμαξα με το ερημωμένο τοπίο, τους λευκούς τοίχους και την απόλυτη ησυχία.
Ξαφνικά, εκεί που δεν είχα ιδέα που να πάω, ήρθε μια γάτα, με κοίταξε στα μάτια σαν να με διαβάζει και μου νιαούρισε προστάζοντάς με να μπω στον λαβύρινθο.
Ήταν η δοκιμασία μου.
Δεν μπόρεσα να αρνηθώ και μόλις μπήκα η γάτα γουργούρισε ευχαριστημένη.
Ξεκίνησα να βαδίζω.
Μέσα στο κτίριο δεν υπήρχε απολύτως τίποτα.
Ούτε καθαρό ούτε λερωμένο περιβάλλον. Απλός χώρος με ανοιχτά παράθυρα χωρίς παντζούρια ή τζάμια. Σαν να χτίστηκε μόλις ειδικά για μένα
Προχωρούσα ενστικτωδώς χωρίς να έχω ιδέα γιατί ήμουν εδώ, ή τι έψαχνα.
Δεν ξέρω πόση ώρα είχε περάσει, ρολόγια εκεί που ήμουν δεν είχε. Αλλά ένιωθα την κούραση να με διαβάλει.
Έτσι, υπέθεσα ότι πάλι είχα αρχίσει να γερνάω απότομα, αν και, εδώ πέρα, δεν νομίζω ότι ο χρόνος ή η ηλικία είχε καμία σημασία.
Άραγε, να υπήρχε τίποτα εκτός από τοίχους και εσοχές που κραύγαζαν ουδετερότητα ;
Κοίταξα αλλά δεν κατάφερα να δω.
Άρχισα να έχω αρνητικά αισθήματα, δυσφορία, κάψιμο.
Γινόμουν η απογοήτευση.
Ώσπου κάποια στιγμή είπα μπορώ να καθίσω και να δω τι πρέπει να κάνω.
Κάθισα, λοιπόν, σε μια γωνιά και έδιωξα από πάνω μου τον πόνο και τον αρνητισμό γιατί δεν μπορούσα διαφορετικά να υπάρχω όπως ήθελα.
Ξαφνικά μια λάμψη με ρουφηξε σαν άλλη ηλεκτρική σκούπα.
Υπέθεσα πως όλα τελείωναν και πως σύντομα θα επέστρεφα στον παλιό καλό γνώριμο πολιτισμό όπου θα ήμουν τριάντα χρόνων, ραδιοφωνική παραγωγός και θα οδηγούσα μια βέσπα ρετρό.
Όμως το ταξίδι τώρα είχε μόλις ξεκινήσει, δεν είχα καταλάβει ακόμα τίποτα και ένιωθα άβολα που δεν είχα ταυτότητα, ηλικία, ιδιότητα, ορισμό, προσδιορισμό. Μια ιστορία βρε αδερφέ, για να με καταλάβουν.
Και, εκείνη τη στιγμή, πιο πολύ από όλες τις στιγμές, ήθελα παρέα. Να τα πω, να γκρινιάξω, να ηρεμήσω.
Ήμουν όμως μόνη και ήμουν τόσο πολλοί μαζί που δεν ήταν εύκολο να το διαχειριστώ.
Ρε λες να πάσχω από σύνδρομο πολλαπλής προσωπικότητας;
Μπα, αποκλείεται, εγώ μια θέλω να μαι.
Έλα μου όμως που δεν νιώθω έτσι.
Η φωνή της Ροζίτας τότε μου ψιθύρισε (όσο εγώ ανακατευόμουν σαν σκουπιδάκι μέσα σε σκούπα):
Δεν είσαι ένα πράγμα, είσαι πολλά. Όσα έμαθες, όσα έκανες, όσα ένιωσες. Γιατί να νιώθεις άβολα με αυτό;
Μετά είπε κάτι από τις γνωστές της παραφιλοσοφίες:
Το νερό είναι πάγος, μετά υγρό, μετά ατμός.
Έτσι και εμείς.
Μετά, σαν να είχα ξυπνήσει, βρέθηκα σε ένα ποτάμι και κλήθηκα να κολυμπήσω.
Έλα μου όμως που η ορμή ήταν τεράστια κι εγώ ήμουν μικρή.
Κάπως έτσι θα νιώθουν τα ψάρια.
Τόλμησα να σκεφτώ πριν με παρασύρει το ρέμα.
Και τότε ένα παλιό λαϊκό τραγούδι άλλαξε εντελώς τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόμουν το νέο αυτό περιβάλλον στο οποίο, τυχαία, είχα βρεθεί.
3
Αυτός ο χώρος ήταν γεμάτος με νερό, σε κάθε πιθανή εκδοχή του.
Πάγοι, ατμοί, υγρό στοιχείο παντού όμως. Έπρεπε να βρω τρόπο να επιβιώσω.
Ήπια, κολύμπησα, βούτηξα, ισορρόπησα στην επιφάνεια, παρατήρησα τα χρώματα, φιλοσόφησα, τραγούδησα, έκανα σχέδια στον πάγο, έκανα σχέδια με τον πάγο.
Είπα να μην απελπιστώ, ήταν δώρον άδωρον. Είχα αρχίσει να συνηθίζω σε αυτό το τίποτα, σε αυτή τη φάση ανυπαρξίας που σήμαινε τα πάντα.
Υπήρχα, απλά δεν έπρεπε να δείχνω ότι ήμουν κάτι. Έφτιαχνα ιστορίες με πράξεις αυθορμητισμού, δεν ήταν στοχευμένες κινήσεις, ήταν αναπτυσσόμενες δεξιότητες επιβίωσης. Άλλες εκφράζονταν με δημιουργικότητα, άλλες με ξεκούραση και άλλες με απλό κολύμπι.
Φτου, πάλι κοιμήθηκα.
Μετά, κλασσικά, μαύρη λάμψη, σκούπα, βουητό και να ναι εδώ.
Τώρα βρισκόμουν σε ένα μέρος με κόσμο!
Απίστευτο και όμως αληθινό.
Άρχισα να ανησυχώ για το πώς θα είμαι, τι θα λέω, πως θα επικοινωνώ. Ωστόσο παρατήρησα πως κανένας (μα κανένας!) δεν είχε διάθεση να επικοινωνήσει.
Έτρεχαν όλοι κάτι να προλάβουν, γενικώς, πολλή βιασύνη.
Έριξα ένα τέντωμα, τους κοίταξα και ξαφνικά ήρθε ένα παιδί, και μου έπιασε το χέρι.
Αυτό το μέρος με τη Γη μοιάζει, αδιαμφισβήτητα! σκέφτηκα, προτού η μικρή μου συντρόφισσα με τραβήξει να ανέβουμε σε ένα γιγαντιαίο φουσκωτό.
Εκεί ήταν που άρχισα να χάνω.
Αγχώθηκα.
Που πάμε;
Γιατί πάμε;
Ε περίμενε μην τρέχεις!
4
Ανεβήκαμε μετά κόπων στο τεράστιο φουσκωτό παιχνίδι και το κορίτσι άφησε το χέρι μου και άρχισε να τρέχει.
Εγώ δεν μπορούσα να το προφτάσω.
Άρχισα να ρωτάω τα υπόλοιπα παιδιά μήπως είδατε ένα κοριτσάκι που μου μοιάζει; αλλά ήμουν σαν φάντασμα, δεν με έβλεπαν, δεν με άκουγαν, δεν ένιωθαν την παρουσία μου.
Πήγα να κατέβω. Ήμουν απογοητευμένη.
Μα να χάσω το παιδί;
Τώρα, τι θα απογίνει;
Κατέβηκα, ήταν επικίνδυνη η κατάβαση αλλά τα κατάφερα, με τα πολλά.
Το κοριτσάκι άφαντο.
Έμοιαζε με την δική μου εκδοχή της Μικρής Πριγκίπισσας.
Θα σε θυμάμαι ψιθύρισα. Εγώ ήμουν, ή η Ροζίτα πάλι μου μιλούσε;
Όπως και να είχε, ένιωθα ότι το κορίτσι αυτό ήταν ένα μέρος του εαυτού μου που είχε χαθεί στο βάθρο ενός γιγαντιαία προκλητικού πολιτισμού αδιαφορίας.
Σκούπα, ξανά.
Μετά, ένα νέο μέρος. Ένα βασίλειο. Με πολλά, διακοσμημένα δωμάτια.
Έψαχνα να βρω ένα συγκεκριμένο, αλλά δεν ήξερα ποιο από όλα ήταν και γιατί το αναζητούσα.
Ανέβαινα σκάλες, κατέβαινα σκάλες.
Για βέσπα, αμάξι ή ένα ελικόπτερο εσωτερικού χώρου ρε παιδί μου, ούτε λόγος.
Πόδια ξανά. Πόδια αόρατα, έδαφος στερεό, και ας ήταν φτιαγμένο από υλικά όπως το σπίτι της μάγισσας στο Χάνσελ και Γκρέτελ.
Ποιος ξέρει που είχα μεταφερθεί αυτή τη φορά!
Ας εμπιστευτώ το ένστικτό μου για να δω τι δοκιμασία έχω να περάσω τώρα. Τώρα, τότε, μετά;
Όπως και να έχει, κλήθηκα να ψάξω.
Αλκυόνη άκουγα από το βάθος.
Όσο πλησίαζα το δωμάτιο η φωνή δυνάμωνε.
Αλκυόνη.
Αστερισμός; Μυθικό πρόσωπο; Και τα δύο,;
Ρε συ, είχα δει ένα αστέρι που λεγόταν έτσι νομίζω.
Ήταν βράδυ και ήμουν κάπου έξω.
Ένας φίλος μου μου είχε πει ότι υπήρχε αστερισμός με αυτό το όνομα.ε
Εγώ, εντούτοις, το ένα αστέρι είχα καταφέρει να δω.
Έκτοτε, όταν άκουγα Αλκυόνη, εκείνο το αστέρι σκεφτόμουν και σε ήταν στην πραγματικότητα ένα συνονθύλευμα μικρότερων αστέρων.
Αστέρι στο βασίλειο, άλλο και τούτο!
Προχώρησα ώσπου άρχισα πάλι να έχω δυσφορία.
Σταμάτησα να ξεκουραστώ λίγο και τότε ήταν που μπόρεσα να παρατηρήσω πιο προσεκτικά τον χώρο γύρω μου. Βρήκα ένα κλειδί.
Το άρπαξα, έτσι ένιωσα πως έπρεπε να κάνω.
Από ένα άλλο δωμάτιο άκουσα έναν φιλάρεσκο μονάρχη να μαλώνει τους υπηρέτες του.
Δεν διάλεξα να μπω εκεί. Δεν μου έλεγε το ένστικτο ότι μου ταιριάζει.
Συνέχισα ευθεία.
Ανέβηκα στον πάνω όροφο.
ΑΛΚΥΟΝΗ.
Ρε, λες να μιλάει η κλειδαρότρυπα;
Έβαλα το κλειδί, άνοιξα.
Και μέσα είδα ένα μικρό δωμάτιο που μύριζε ελληνικό καφέ (ή τουρκικό ή και τα δύο) και ηρεμία πολλή.
Γεια σου! Που ήσουν;
Η κοπέλα ήταν νέα, ευδιάθετη και είχε ένα περιπαικτικό χαμόγελο της Μόνα Λίζα.
Εδώ ήμουν πάντα, Αλκυόνη.
Το βλέπω. Άντε κάτσε τώρα να σου πω. Έχω νέα.
Και εκεί, στη μέση του πουθενά, είπαμε τα πάντα.
Μου έκανε παντομίμα για να καταλάβω καλύτερα τι ήθελε να αφηγηθεί.
Δεν ήμουν σίγουρη σε ποια γλώσσα επικοινωνούσαμε, αλλά επικοινωνούσαμε και αυτό ήταν που είχε σημασία στην παρούσα φάση.
Πήγε για λίγο κάτι να πάρει από δίπλα.
Επέστρεψε όντας ένα γέρικο φάντασμα.
Έλα ρε συ που ήσουν; είπα.
Εδώ ήμουν πάντα, αγαπημένη μου.
Για συνέχισε τώρα…
Και συνέχισε. Μέχρι που έγινε και αυτή ένα κομμάτι που πήρα μαζί μου στα επόμενα ταξίδια μου.
Βουητό, Kansas, πολύ λευκό και μετά… χάος στα παραμύθια μου.
Ρετρό, όμως.
5
Βρέθηκα, αυτή τη φορά, σε ένα ολόφωτο λιβάδι με εσπεριδοειδή.
Ήταν τόσο λαμπρό το φως που με δυσκολία διέκρινα τους εντυπωσιακούς καρπούς με τα γήινα έντονα χρώματα.
Μάλλον κάποια ανώτερη συμπαντική δύναμη έπαιζε με την σκέψη μου γιατί αυτή τη φορά μπορούσα να διακρίνω ότι δεν φορούσα τίποτα και μάλλον ένιωθα λίγο άβολα με αυτή τη κατάσταση.
Πολιτισμό δεν έβλεπα, δέντρα μόνο.
Έλα μου όμως που κάτω από ένα δέντρο αρμένιζε ένας τσίτσιδος νεαρός που μου θύμιζε λίγο τον Στρατή του Σεφέρη στο Έξι νύχτες στην Ακρόπολη, όπως τον είχα φανταστεί.
Το σύμπαν ξέρει να αποδίδει δικαιοσύνη, ακόμα και μέσα από κινκι σκηνικά, σκέφτηκα.
Έκοψα δύο καρπούς και ένα φύλλο και καλύφθηκα όπως όπως.
Τον πλησίασα.
Αυτά δεν τα τρώμε, είπε.
Ναι, για χαζή με πέρασες; Ου αμαρτήσεις.
Τι κι αν είχα μόλις κόψει δύο καρπούς και ένα φύλλο;
Το αν θα τα έτρωγα θα έκανε την αμαρτία απτή και αποδεκτή.
Μετά, μαυρίλα. Πριν μεταφερθώ στον νέο χώρο, είδα τον νεαρό να τρώει πολλούς, μα πάρα πολλούς, καρπούς.
Ο νέος χώρος ήταν ένα δάσος και η επιγραφή έξω από αυτό έλεγε «Το Δάσος των Αναμνήσεων».
Δεν ένιωθα έτοιμη για τόσο ακραίες καταστάσεις με αναμνήσεις και ιστορίες και μυθικά πρόσωπα.
Στην τελική, δοκιμαζόμουν, κάπως σαν σύγχρονη Ηρακλής.
Ή Οδύσσεια. Ή Ιλιάδα, ξέρω γω.
Την είχα πιστέψει, τετέλεσθαι.
Το ταξίδι αυτό όμως, δεν φαινόταν να έχει τελειωμό και άρχιζα να χάνω την υπομονή μου.
Τότε μου ήρθε η φαεινή ιδέα να φτιάξω ποίηση.
Ξεκίνησα με ένα θέμα που λεγόταν «Η τέλιεα τελεία», γιατί μου θύμιζε λίγο από σκόνη, λίγο από κύκλο νερού, λιγάκι από καρπό, κάτι από ρόδες και ρετρό, πολύ ρετρό.
Μια τέλεια τελεία στο χαρτί…
Γράφοντας με βρήκε το πρωί, στη μέση του πουθενά, στο τίποτα που ήταν τα πάντα για μένα.
Άχρονος χρόνος, όλος δικός μου. Σαν μια φωτογραφία που είχα δει κάπου, σε ένα άλλο μέρος που λεγόταν Γη και εκεί είχα ταυτότητα.
Ανατολή ξεπρόβαλλε τότε και ξέρεις ε, η Ανατολή είναι πολύ πιο ωραία όταν δεν κρύβεται από κάπου. Ούτε βουνά, ούτε τίποτα.
Κενός χώρος και πορτοκαλί έντονο.
Αυτή και η αντανάκλασή της, ήρθαν για να μου χαρίσουν τις πιο ωραίες στιγμές και ιδέες.
Μετά όμως, πολύ γρήγορα, σε κάτι περισσότερο από μια αιωνιότητα, έφυγαν.
Και τότε ήρθε η δύση, κατακόκκινη και σπαρακτικά αφηγηματική.
Άρχισα να ακούω ξανά την Ροζίτα να μου λέει παραμύθια αυτή τη φορά.
Για την Αλκυόνη που παντρεύτηκε με το ζόρι έναν βασιλιά μονάρχη ο οποίος την δηλητηρίασε, για αυτό το φάντασμά της βρέθηκε κάπου κάποτε μαζί μου, για έναν δασοφύλακα και μια δασοφύλακα που μοναμάχησαν σε ένα δάσος αναμνήσεων και έφτιαξαν έρωτα, για την τέλεια που ήταν μέρος μιας οςλωριαε διαστολής.
Μου είπε για τον Στρατή, τον Ηρακλή, την Ανατολή και τη Δύση, ώσπου με πήρε ο ύπνος.
Τι κι αν περπατούσα;
Είχα αποκοιμηθεί περπατώντας γιατί αυτό το κάνεις μόνο αν δεν έχεις έγνοια για να δείξεις κάτι, να προλάβεις κάτι άλλο, να είσαι ένα αντί για πολλά.
Ένιωθα μέρος ενός κινούμενου σουρεαλιστικού πίνακα.
Πικάσο; Εσύ;
Δεν απάντησε κανένας.
Σκούπα. Φως.
Άντε ξανά από την αρχή.
6
Και έτσι συνέχισα να ταξιδεύω.
Άλλες φορές κοιμισμένη, άλλες ξύπνια, με ένα μολύβι στο χέρι, ένα χαρτί στην επιφάνεια, εικόνες βγαλμένες από αστέρια, αναμνήσεις, όνειρα και εμπειρίες και, φυσικά, περπατώντας ασταμάτητα.
Κάθε λίγο και λιγάκι προσπαθούσα να μην χάνω την υπομονή μου, αν κουράζομαι να κάθομαι λίγο να ξαποστάσω μήπως και πετύχω κανένα κλειδί για να ανοίξω καμία πόρτα και να έχω καλή παρέα, εξίσου πληγωμένη με μένα που πέρασαν έτσι απλά τόσα χρόνια και να ηρεμήσω.
Όσο για τον πολιτισμό, τον συνάντησα πολλές φορές ακόμα αλλά ήμουν έτοιμη να του φανερώσω το μυστικό του να υπάρχεις χωρίς να φαίνεσαι. Απλώς να πράττεις και να σκέφτεσαι.
Να μην περιμένεις, να ταξιδεύεις με την σκέψη.
Και, ποιος ξέρει, ίσως να παίζουν ρόλο τα αστέρια, ίσως να ήταν απλώς μια ιδέα, ανάμεσα στις άπειρες.
Όσο για την Ροζίτα… η Ροζίτα ήμουν εγώ. Σε δέκα χρόνια. Αποκύημα της φαντασίας μου για όσα ήλπιζα. Ελπίδα με λένε, μην το ξεχνάς.
Δηλώνω ραδιοφωνική παραγωγός, είμαι ερευνήτρια άνευ ιδιότητος και γράφω γιατί δεν μπορώ αλλιώς να επιβιώσω.
Ξύπνησα και το κεφάλι μου ήταν καζάνι.
Πολλές δοκιμασίες, πολλοί μύθοι, πολύ τίποτα στα πάντα μου.
Ήμουν στον σταθμό, ευτυχώς είχα έτοιμη λίστα να παίζει.
Κάτι από Kansas, κάτι από Rolling Stones, κάτι από ένα παλιό λαϊκό τραγούδι, ίσως, κάτι από Σεφέρη ή από Όμηρο.
Μελοποιημένα, όλα.
Με ρυθμούς ρετρό.
Χτύπησε το τηλέφωνο. Το σήκωσα.
Παρακαλώ; Melody FM εδώ.
Γεια χαρά, είμαι η Έλλα και θα ήθελα να σας πω δυο λόγια αν δεν υπάρχει θέμα για την δουλειά που κάνω…
Κανένα θέμα. Τι δουλειά κάνετε;
Καλλιτέχνης…
Σκέφτηκα «Γιατί όχι;»
Και έτσι ο κύκλος άρχισε να διαμορφώνεται ξανά, με άλλα ονόματα, άλλες ιδιότητες, αλλά για ακόμα μια φορά την ίδια σύσταση.
Την ίδια παιδική ιστορία.
The end.
Επίλογος
…Είναι ο σταθμός Βιντάζ και έχουμε σήμερα μαζί μας την Ροζίτα Ροζέρι που ασχολείται με το θέατρο…
... Είστε συντονισμένοι στον σταθμό Ρετρό και έχουμε μαζί μας την Αλκυόνη Αλκυονίδου για να μας μιλήσει για την συγγραφή της….
… Εδώ είμαστε, στον Up and Down FM, με την Έλλα Ελύτη να μας μιλάει για την διδασκαλία με καλλιτεχνικές εργασίες…
Φτου, κόπηκε το σήμα.
Λες να το βρω στο διαδίκτυο;
…Πληκτρολογεί…
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου