Ρωμαίος και Ιουλιέτα της Γκαρσονιέρας

   Ρωμαίος και Ιουλιέτα νιαρ
Τρελές αυτές οι γάτες!
Γατίσιο άρλεκιν, ή παραμύθι πρώτου ορόφου;

Είχε ήδη αρχίσει να νυχτώνει, όταν από το μπαλκόνι μου άκουσα ένα νιαρ.
Ήταν εκείνος. Την προσκαλούσε να βγει έξω για να φύγουν μαζί και εκεί που θα πήγαιναν θα έκαναν γατάκια.

Είχε μεγάλη φουντωτή ουρά, πράσινα μάτια και κορδωτό ανάστημα. Ήταν όλος πορτοκαλί.
Η πρώτη μου σκέψη ήταν «Α, τυχερούλα, ωραία γατάκια θα κάνεις!»

Στην δεύτερη άρχισα να γίνομαι περισσότερο καχύποπτη με τον γοητευτικό Γατούλη (έκτοτε, αυτό έγινε το όνομά του καθώς δεν ήξερα πως τον αποκαλούν στην ευγενή του οικογένεια).

Φαινόταν αριστοκρατική φυσιογνωμία, γόνος γατιών εκπαιδευμένων. Ήξερε πότε έπρεπε να φύγει από το μπαλκόνι και αυτή του η στάση μου άρεσε. Υπήρχαν, βέβαια, και πολλές ακόμα στάσεις που δεν ήταν αναγκαίο να δω, αλλά αυτή είναι μια άλλη ιστορία.

Στην αρχή έφαγε ένα ωραίο μπουγέλωμα, για να αποφύγουμε την διεύρυνση της δικής μας αρχοντικής οικογένειας στην γκαρσονιέρα των προαστίων της πόλης μας, διότι η αρχοντική οικογένεια βρισκόταν στην εκκίνηση διαδικασιών μετανάστευσης και περίμενε νέα από έναν οργανισμό που τα προηγούμενα χρόνια τον έλεγαν ΟΑΕΔ.

Θα στειρωνόμασταν (η γάτα, δηλαδή, καθώς εγώ άντεχα και εβδομάδες χωρίς να κάνω κωλοτούμπες για να σαγηνεύσω τον εκάστοτε Ρωμαίο), θα παίρναμε τα εισιτήριά μας και θα το ζούσαμε ρε παιδί μου.

Να, εδώ δίπλα, στην Σικελία θα πηγαίναμε. Αλλά ώσπου να πληρωθούμε θα την βγάζαμε στην αρχοντική μας προσωρινή κατοικία με το μπαλκόνι χωρίς κάγκελα.
Μικρή πρόκληση για τον Γατούλη, το να σκαρφαλώσει την ωραία μπουκαμβίλια της εισόδου και να έρθει να την περιμένει κάνοντας περιστασιακά νιαρ.

Αυτός, είχε διαφορετικά σχέδια από μένα. Ήθελε να την κλέψει.
Αφού τρόμαξε τρεις τέσσερις φορές, βράχηκε μία δύο και έφαγε και καμιά δεκαριά άγριες ματιές του στυλ «έτσι και πειράξεις την γάτα αυτής της οικογένειας θα σε πετάξω από το μπαλκόνι, ύπουλο γατόνι», ήρθε πάλι.

Με εντυπωσίασε. Κάτι τέτοιο δεν το περίμενα, έλεγα πως θα τον ξεφορτωνόμουν με την πρώτη, την δεύτερη, την τρίτη προσπάθεια.
Η δικιά μου, αναίσχυντη. Νιαούριζε ολημερίς ώσπου να έρθει ο γάτος και τον προσκαλούσε με το μυστικό τους τραγούδι να αρχίσει και εκείνος να νιαουρίζει ώστε να μου σπάσουν εμένα τα νεύρα.

Τι; Τα ζώα δεν μιλάνε, τρελάθηκα;
Για έλα από το βασιλικό μου δωμάτιο μια βόλτα!

Ολημερίς νιαούρισμα. Ανένδοτη εγώ.
Ε, αφού πέρασαν 50 περίπου ώρες αυτού του μίνι βασανιστηρίου για μένα, τη μητέρα, αποφάσισα να την αφήσω να κάνει ό,τι θέλει.

«Θες καλή μου να κάνεις γατάκια ενώ καλά καλά δεν έχεις κλείσει χρόνο; Θες να κλεφτείς με τον Γατούλη και να δυσκολεύεστε να τα βγάλετε πέρα κυνηγώντας όλη τη μέρα ποντίκια; Θες να του γυαλίσει καμία άλλη με φουντωτή ουρά και να σε αφήνει μόνη με τα γατιά φλομώνοντάς σε με δικαιολογίες του στυλ Για τσιγάρα πετάχτηκα και ξέχασα να γυρίσω; Ε, άντε!»

Από όλα αυτά, η δικιά μου κατάλαβε το Άντε.
Έτσι, πήγε.

Ο Ρωμαίος ή αλλιώς ο Γατουλης, ακολούθησε συνοπτικές διαδικασίες.
«Νιαρρρ νιαρ» (μετάφραση «έλα εδώ μαναρα μου να σου δείξω τη συλλογή μου με τα DVD»).

Και η μικρή του έδινε θάρρος
«Νιαααααρρρ» (μετάφραση «θέλω, αλλά μη φερθείς σα μαλάκας, λίγο τακτ σε παρακαλώ. Αλλά θέλω».

Πλησίαζε ο δόλιος ο εν δυνάμει Ρωμαίος, κυλιόταν κάτω η δικιά μου σαν αναίσχυντη Ιουλιέτα.
Σκεφτόμουν εγώ:

Ρε ξεδιάντροπο πλάσμα, τι κυλιέσαι έτσι κάτω λες και σε έχουν αναλάβει οι ψύλλοι και δεν μπορείς να σωθείς; Κράτα λίγο επίπεδο. Τίναξε την ουρά με ευγένεια, κάνε έναν βηματισμό μπροστά, μετά λίγο πιο πίσω, μετά πάλι μπροστά και μετά πέσε κάτω δήθεν μου ότι ζαλίστηκες για να έρθει ο καλοθελητής να σου δώσει το φιλί της ζωής και ό,τι άλλο λάχει.

Αλλά όχι. Εκείνη ήταν λυσσάρα.

«Τέτοια είσαι; Έλα πάνω!»
Δεν ερχόταν, άρνηση.

Πήγαινε κοντά στον Γατούλη.
«Να ζήσετε, να ευτυχήσετε, θα το αποδεχθώ, ανώριμα πλάσματα, που μου θέλετε από το πρώτο έτος οικογένεια και έρωτες»
Κάνω να φύγω και τότε το ακούω.

«Γρρρρρρρ»
ΤΙ ΕΚΑΝΕ ΑΥΤΟΣ ΣΤΗΝ ΓΑΤΑ ΜΟΥ;

Ήταν η πρώτη και η τελευταία σκέψη πριν αρχίσω να κάνω σαν παλαιστής που παλεύει μόνος για να τον τρομάξω.

Ευτυχώς δεν με έβλεπαν άλλοι άνθρωποι γιατί δεν πρέπει να ήμουν και τόσο τρομακτική.

Για τον Ρωμαίο αυτόν, βέβαια, υπερείχα σε ύψος και σε βάρος.
Για πρώτη φορά στην ζωή μου ως κοντή αρχόντισσα, έγινα γίγαντας που ήθελε να τρομάξει, αλλά… τι κάνει αυτή, κυλιέται πάλι;
Α, δεν μας τα λέει καλά.

Πριν από λίγο έκανε γρυλίσματα σαν να απειλεί τον γάτο ότι θα τον βαρέσει.
Και εκείνος απηύδησε τελικά και την κοίταζε σαν να σκέφτεται
«Τρελές αυτές οι γάτες!»

Δεν μπορούσα και να διαφωνήσω.
Όλα έβγαζαν νόημα, ακόμα και η πρόθεση του Γατούλη να ερωτευτεί, εκτός από το γατί μου (το ευγενές) που εξακολουθούσε να κάνει τούμπες κάτω.

Μάλλον για να τον σαγηνεύσει απλά, όχι για να φάει στη μάπα την παντρειά από νωρίς, τα ποντίκια, το περίπτερο.

Ήξερε τι έκανε και για αυτό την θεώρησα μετενσάρκωση κάποιου μαφιόζου, αλλά ναζιάρη.

Μόλις, με τα πολλά, ήρθε στο σπίτι κουνιστή, λυγιστή κάνοντας γκρινιάρικα νιαρρ καθώς την φώναξα προτού προλάβει να ολοκληρώσει το σόου της, την έπιασε το παράπονο.

Όλο πήγαινε στο παράθυρο να δει αν είχε έρθει ο Γατουλης.
Και δώστου τα εφέ, πάλι από την αρχή.
Εκείνος ήρθε ξανά. Και ξανά. Και ξανά.

Την περίμενε.
Μόλις την άφησα να βγει (ε, πόσο σκληρή πια, κι εγώ δεν μπορώ τόση γκρίνια σε νιαουριστή εκδοχή!) είδα μία δύο σκηνές που δεν μπορώ να σας τις περιγράψω (πάντως ο Ρωμαίος κύριος, μπράβο) και, αφότου ο έρωτάς τους ολοκληρώθηκε, τους έπιασα πάνω από δύο τρεις φορές να κάθονται αντικρυστά και να κοιτάζονται.
Μετά από λίγο, άκουσα κάτι.

-Νιαρρρρρρρ
-Νιααααρ
Γρρρρρρρ!

Και έβγαλα το συμπέρασμά μου.
«Τρελές οι γάτες, αλλά τρελοί και οι γάτοι που σκαρφαλώνουν στα μπαλκόνια για να τις βλέπουν να κάνουν τούμπες».

Και έτσι κάπως, τελειώνει αυτή η ιστορία.
Αυτοί εκεί έξω φλερτάρουν κι εγώ εδώ μέσα κλαίω, καθώς περιμένω τα γατάκια να έρθουν σε λίγους μήνες.

Γιατί με τα ποντίκια δεν τα πάω καλά και αυτή είναι η σκληρή αλήθεια της ύπαρξης.

The end.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις