Στο Παιχνιδοπωλείο


Ήταν ένα ωραίο ρετρό Παιχνιδοπωλείο από εκείνα τα παλιά στα οποία έμπαινες και ξεχνούσες να βγεις όχι μόνο γιατί χάζευες όμορφες κούκλες και μαριονέτες, αλλά γιατί μπορούσες και να παίξεις.

Εκείνα τα μηχανοκίνητα παιχνίδια ήταν τέλεια. Πατούσες το κουμπί και όλα τα θαύματα του κόσμου συγκεντρώνονταν σε μια οθόνη, σε ένα κινούμενο ρομπότ, σε μια ψηφιοποιημένη τραγουδίστρια της τζαζ φτιαγμένης από κουτάκια μπύρας.

"Μπαμπά, μπαμπά, δεν δουλεύει!" 
"Πάτησες το κουμπί;"

Το παιδί έδειξε.
Το κουμπί ήταν καλά πατημένο, περισσότερες από μία φορά.

"Συγγνώμη, κύριε, το μηχάνημά σας δεν δουλεύει!"

Ο υπεύθυνος ήταν ένας κύριος ηλικίας 60-70 ετών, είχε γκρίζους κροτάφους και ένα χαμόγελο που σε διχαζε.
Φορούσε άσπρο μπλουζάκι και τζιν και από πάνω ένα κάρο υφασμάτινο πουκάμισο σε αποχρώσεις του γαλάζιου - άσπρου.

"Α, έχετε δίκιο. Μισό λεπτάκια να το δω" είπε, κοιτάζοντας απειλητικά το ρομπότ, το οποίο έστρεψε υποτιμητικά το βλέμμα του προς την αντίθετη κατεύθυνση.

Το κοπάνησε απαλά.
Το χτύπησε δυνατά.
Το γύρισε τούμπες.
Το τοποθέτησε ανάποδα.
Τίποτα. Πλήρης άρνηση.

Έβρισε σιγανά αλλά αρκετά δυνατά ώστε να τον ακούσει το πεισματάρικο παιχνίδι.
Εκείνο τον κοίταξε μέσα στα μάτια, έκανε "Όχι" με τις εκφράσεις του, όσο καλύτερα μπορούσε ώστε να μην το αντιληφθούν οι πελάτες και έκλεισε σφιχτά τα μάτια κρατώντας από μέσα ένα δάκρυ κρυμμένο καλά.

Το χτύπησε ξανά.
Είπε ότι είναι το χειρότερο παιχνίδι του Παιχνιδοπωλείου του και ότι σύντομα θα το ξεφορτωθεί, θα το πάρει το σκουπιδιάρικο και θα μείνουν ένα μάτσο σίδερα, άχρηστα και αυτά.

Τότε το ρομπότ έβγαλε καπνούς από τα αυτιά.
Πήγε μόνο του στο γραφείο του γηραιού ιδιοκτήτη, άνοιξε το συρτάρι και λαδωθηκε από την κορυφή ως τα νύχια.
Έδειξε το κουμπί στο παιδάκι.

Εκείνο το πάτησε.

Και τότε έδωσε το πιο ωραίο σόου της ζωής του.
Ο πατέρας και το παιδί έφυγαν γελώντας.
Ο γέρος από δίπλα το κοίταζε περιπαικτικά.

"Συγχαρητήρια. Τώρα που θα βρω νέο λάδι;"

"Αν θες να έχεις μηχάνημα που να δουλεύει" είπε το ρομπότ, "να το λαδώνεις συχνά και καλά, διαφορετικά, θα έχεις προβλήματα και το ξύλο δεν θα σου δώσει λύση. Ούτε οι φωνές, ούτε οι προσβολές. Ευτυχώς υπάρχουν μερικά δέντρα που ονομάζονται ελιές για να σε βοηθήσουν. Καλαθάκι, για να τις βάλεις μέσα;"

Είχε μείνει άφωνος.

"Έχω και μια ηλικία, δεν μπορώ να τα κάνω όλα μόνος μου!"
"Ε τότε, κάτσε σπίτι και μην έχεις ρομπότ!"
"Καλά".

Από εκείνη την ημέρα ο γέρος, λαδωνε τακτικά και επαρκώς το ρομπότ και τα υπόλοιπα μηχανήματα γιατί φοβόταν ότι θα τα χάσει, πράγμα που δεν ήθελε στην πραγματικότητα.

Η αξία τους ήταν μεγαλύτερη από όσα επένδυε σε λάδι.

Και τα ρομπότ, το ήξεραν αυτό.

The end.

Αυτό ήταν ένα παραμύθι για τις εργασιακές σχέσεις με το ακόλουθο δίδαγμα:
Όπου δεν υπάρχει λάδι δεν υπάρχει και καλή απόδοση.
Αν δεν έχεις να επενδύσεις μην περιμένεις το καλύτερο αποτέλεσμα.
Η βία δεν είναι λύση.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις