Οι Μουσικοί του Δάσους (Παραμύθι)
Περιγραφή
Ο Νικόλας, ένα αγόρι
με υπερευαισθησία και ηχητική ευαισθησία, ζει τα τελευταία χρόνια μέσα σε ένα
σπίτι. Σπάνια βγαίνει στην αυλή να πάρει λίγο αέρα, αλλά το όνειρό του είναι να
πάει μια όμορφη βόλτα στο κοντινό δάσος και στην πόλη δίπλα σε αυτό.
Το σπουργίτι
συνήθιζε να μετακινείται σε κοντινές αποστάσεις με τα υπόλοιπα πτηνά, ώσπου
έχασε τους αγαπημένους του, σε μια καταιγίδα και από τότε θρηνεί.
Λίγες μέρες πριν από
τα Χριστούγεννα συναντήθηκαν.
Έκαναν μια βόλτα που
άλλαξε τις ζωές και των δυο τους, με διαφορετικούς τρόπους.
Έγιναν καλοί φίλοι
και χρίστηκαν ως «Οι Μουσικοί του Δάσους» από τα υπόλοιπα πλάσματα και από το
ίδιο το δάσος.
Θα καταλάβεις γιατί,
διαβάζοντας αυτή την ιστορία.
Σταματία Κ*
Αφιερωμένο σε
όσα παιδιά σε αυτόν τον κόσμο νιώθουν μοναξιά, φόβο, απώλεια, θρήνο και όμως,
με το δικό τους τραγούδι συνεχίζουν την πιο συναρπαστική βόλτα.
Στο περβάζι
ενός παραθύρου λίγο έξω από την μικρή πόλη που ήταν στολισμένη με
χριστουγεννιάτικα φωτάκια, στεκόταν ένα σπουργίτι, που έμοιαζε πολύ λυπημένο.
Στο εσωτερικό
του σπιτιού έπαιζε ο δεκάχρονος Νικόλας. Ο Νικόλας είχε γεννηθεί με μια
ιδιαιτερότητα: Τον έλεγαν υπέρ ευαίσθητο, αλλά η αληθινή ιδιαιτερότητα πίσω από
αυτό του το χαρακτηριστικό ήταν το ότι μπορούσε να ακούει τον παραμικρό ήχο
μέσα στο σπίτι που ζούσε τα τελευταία δέκα χρόνια, αλλά και στην όμορφη αυλή
που το συνόδευε.
Άκουγε το
γάλα να βράζει, το πόμολο της πόρτας να γυρίζει πριν καν μπει κάποιος στο
δωμάτιο, τα βήματα από τον εξωτερικό χώρο του σπιτιού. Καθημερινά
παρακολουθούσε με συνέπεια τις συνομιλίες των περαστικών και εντυπωσιαζόταν με
τις διηγήσεις για τις περιπέτειες που ζούσαν στην πόλη, μέρα και νύχτα.
Τον συνάρπαζαν
όλες αυτές οι ιστορίες, ήθελε πολύ να τις ζήσει και εκείνος από κοντά (ή, έστω,
να δει τους πρωταγωνιστές και τις πρωταγωνίστριές τους!)
Ο Νικόλας τα
βράδια δεν κοιμόταν σχεδόν καθόλου. Ονειρευόταν πώς θα ήταν να καταφέρει να
βγει και εκείνος στην πόλη και στο δάσος και να κάνει εξερευνήσεις: εκτός από
ήχους, αρώματα, εικόνες, υφές και συναισθήματα, να κάνει και άλλες δραστηριότητες.
Να δοκιμάζει καινούργια καπέλα από την αγορά, να παρατηρεί με τις ώρες τα
παιχνίδια στις βιτρίνες των μικρών καταστημάτων, να αφήνει πατημασιές στο βρεγμένο
από την βροχή χώμα και να κοιτάζει τον ουρανό όταν θα είχε ηλιοβασίλεμα (όλοι
έλεγαν ότι ήταν τόσο εντυπωσιακό, αλλά είχε καταφέρει να δει από το παράθυρο
μόνο την δεξιά και την αριστερή του άκρη).
Ο Νικόλας
ένιωθε μοναξιά, γιατί οι γονείς του δεν τον καταλάβαιναν. Φοβούνταν ότι αν πήγαινε
κάποια βόλτα μπορεί και να τρόμαζε από τους δυνατούς ήχους της πόλης, ή να
ένιωθε τρόμο από τα μυστικά του δάσους.
Κάθε μέρα το
δεκάχρονο αγόρι διάβαζε πολλά βιβλία και σκιαγραφούσε με την σκέψη την πόλη και
το δάσος. Είχε καταφέρει να συλλέξει πληροφορίες για την ζωή εκεί, για την φύση,
για τα λουλούδια και τα ξεχωριστά πλάσματα που ζούσαν στα μέρη αυτά.
Ο Νικόλας ήταν
ένας μικρός εξερευνητής και όλοι οι γύρω του το γνώριζαν αυτό. Ήταν διαφορετικός,
ένα ξεχωριστό παιδί με ιδιαίτερα ενδιαφέροντα και μοναδικά συναισθήματα.
Η δασκάλα που
ερχόταν τις καθημερινές μέρες στο σπίτι για να μαθαίνουν μαζί ακόμα περισσότερα
για τον κόσμο, το γνώριζε καλά αυτό. Όπως γνώριζε και για το όνειρό του να πάει
βόλτα σε αυτά τα συγκεκριμένα μέρη.
Του είχε φέρει,
μια φορά, πολλές φωτογραφίες για να τα δει. Τότε ενθουσιάστηκε ακόμα περισσότερο.
Ο Νικόλας εμπιστευόταν την δασκάλα του. Της μιλούσε με τις ώρες και ας μην ήταν
πολύ κοινωνικός όταν γνώριζε για πρώτη φορά νέο κόσμο.
Ήταν απόγευμα και χαλάρωνε στον καναπέ του σαλονιού, διαβάζοντας ένα βιβλίο.
Τότε ήταν
που, ανάμεσα σε ένα άνοιγμα πόρτας και σε μια καλησπέρα του πατέρα του, άκουσε
έναν ήχο εντελώς διαφορετικό από όσους είχε συναντήσει μέχρι εκείνη τη στιγμή.
Ήταν ένα
τραγούδι που του έμοιαζε σαν να είχε μείνει μισό, ή σαν να μην είχε σχεδόν
καθόλου ένταση. Από κάποιο ζώο του δάσους προερχόταν. Έμοιαζε όμως να βρίσκεται
τόσο κοντά του.
Άραγε τα δάση
να έχουν μικρά γατάκια; Σαν μικρό γατάκι μου ακούγεται, σκέφτηκε και
φαντάστηκε πως μπορεί να ήταν το γατάκι, καθώς πήγαινε κοντά στο παράθυρο του
σαλονιού τους για να δει καλύτερα έξω στην αυλή.
Δεν είδε όμως
κανένα γατάκι. Ούτε ανθρώπους. Ούτε τον σκύλο τους, τον Ρόκο. Τόλμησε τότε να
ανοίξει το παράθυρο. Λίγο μόνο σιγοψιθύρισε. Δεν θα το καταλάβει
κανείς, δεν θα φοβηθεί κανείς…
Στην αυλή δεν γινόταν να βγει, έριχνε, ακόμα,
βροχή.
Τότε, με μια
δρασκελιά πετάγματος μπήκε μέσα ένας απρόσμενος επισκέπτης! Ήταν ένα σπουργίτι.
Ο Νικόλας κοίταξε έκθαμβος τα λαμπερά από την βροχή και το κρύο φτερά του. Ήταν
κόκκινα με πορτοκάλι άκρες.
«Εσύ δεν
είσαι συνηθισμένο σπουργίτι» του είπε. «Μήπως κάνω λάθος και είσαι κανένα άλλο
πτηνό;» είπε, ρωτώντας περισσότερο τον εαυτό του παρά το σπουργίτι. Θυμήθηκε
που είχε διαβάσει ένα βιβλίο του παππού του που βρισκόταν στο κάτω ράφι της
βιβλιοθήκης του σαλονιού. Εκεί είχε δει φωτογραφίες με σπουργίτια. Και αυτός ο
μικρός εδώ, τους έμοιαζε. Μόνο τα φτερά του είχαν διαφορετική απόχρωση. Και τα
μάτια του μια λάμψη που δεν είχε συναντήσει ξανά.
Το σπουργίτι
του απάντησε, ή έστω, έτσι του φάνηκε. Είμαι σπουργίτι, αλλά δεν είμαι από
εδώ. Ταξίδευα για μέρες από την ανατολική πλευρά της πόλης προς την δυτική. Πηγαίναμε
με τους δικούς μου να βρούμε ένα ασφαλές καταφύγιο για να προφυλαχθούμε από το
κρύο. Αλλά μία μέρα, ήρθε καταιγίδα και… και…
Δεν μπόρεσε
να συνεχίσει. Ξέσπασε σε λυγμούς με ένα τραγούδι. Πρώτη φορά ο Νικόλας άκουγε τέτοιο
τραγούδι, στο οποίο συνδυάζονταν ο θρήνος με την μαγευτική γαλήνη.
Ω, λυπάμαι
πολύ. είπε το αγόρι.
Δεν ξέρω πως
είναι να χάνεις αγαπημένους σου, αλλά σίγουρα σε καταλαβαίνω αν νιώθεις μόνος.
Εδώ πέρα παίζω, συνήθως. Θέλεις να έρθεις κοντά για να ζεσταθείς;
Του έδειξε το
σημείο του σαλονιού όπου συνήθιζε να παίζει και να εξερευνεί. Δεν είχε πολλά
παιχνίδια και όσα διέθετε δεν ήταν καθόλου της ηλικίας του. Είχε μια πυξίδα,
μια σφυρίχτρα, έναν φακό και κάτι κιάλια. Περισσότερα βιβλία έβλεπες στον χώρο,
παρά μπάλες, κούκλες ή αυτοκινητάκια.
Το σπουργίτι
απόρησε, αλλά πήγε κοντά στον Νικόλα χωρίς δισταγμό. Κάθισαν έτσι για ώρες
μαζί, χωρίς να λένε τίποτα. Τον δεχόταν με τα ξεχωριστά ενδιαφέροντα και τα
ιδιαίτερα μοναδικά χαρακτηριστικά του. Και εκείνος έκανε το ίδιο.
Η σιωπή τους
γέμισε με ηρεμία. Και οι δύο τους είχαν ένα κοινό: Άκουγαν.
Μπορούσαν να
αντιληφθούν τους χορούς του ανέμου απ’ έξω και τις στροφές της φωτιάς από το
τζάκι του σπιτιού. Ένιωθαν οικεία και ζεστά, όμως κάτι έλειπε και στους δύο.
Στο σπουργίτι
έλειπαν οι βόλτες του και τα τραγούδια που συνήθιζε να τραγουδάει με τα άλλα
πτηνά.
Στον Νικόλα
έλειπαν το χώμα, ο καθαρός αέρας και είχε τεράστια περιέργεια να μάθει πως
μπορεί να ήταν η υφή από τα φύλλα των δέντρων και το άρωμα των λουλουδιών. Του έλειπε
εξερεύνηση.
Κοίταξε,
τότε, το σπουργίτι με ένα ύφος σκανδαλιάρικο και ανήσυχο ταυτόχρονα και του
είπε: Να σου πω, εσύ άμα βγούμε έξω θα θυμάσαι μετά πως να γυρίσουμε πίσω;
Ναι, βεβαίως απάντησε
εκείνο, με σιγουριά, καθώς είχε μάθει από μωρό να προσανατολίζεται σε εξωτερικούς
χώρους και να συνηθίζει τις μετακινήσεις.
Ωραία, μισό
λεπτό να φορέσω το παλτό μου και πάμε. Αλλά δεν θα κάνουμε φασαρία, εντάξει;
Το σπουργίτι
ανήσυχο του είπε ότι πρέπει να συζητήσει με τους γονείς του πριν φύγει στο
σπίτι. Ο Νικόλας δεν ήθελε, αλλά πήγε και το είπε στον μεγάλο του αδελφό.
Εκείνος τον συμβούλευσε να πάει μόνο μέχρι το δάσος και του έδωσε έναν αριθμό
τηλεφώνου σε περίπτωση που χρειαζόταν κάτι.
Του δάνεισε
και τον αγαπημένο του σκούφο και τους έκανε νεύμα χαιρετώντας τους πριν να
ξεκινήσουν την πιο όμορφη περιπέτεια της ζωής τους.
Η ώρα ήταν πέντε
το απόγευμα και ο μήνας ήταν Δεκέμβριος, λίγο πριν από τις γιορτές των Χριστουγέννων.
Που πάμε; ρώτησε το
σπουργίτι.
Θα δεις, θα
δεις, είπε το παιδί και περπατούσε τρέχοντας, σχεδόν χορεύοντας ενθουσιασμένο. Το
πτηνό πετούσε για να το προφτάσει.
Σε λίγα λεπτά
είχαν βρεθεί σε ένα μαγαζί με καπέλα. Μπορούσες να δεις καπέλα σε όλες τις
αποχρώσεις του κάθε χρώματος. Ο Νικόλας έτρεξε στα πορτοκαλί, που ήταν, όπως
έμαθε ο νέος του φίλος, και το αγαπημένο του χρώμα. Δοκίμασε γύρω στα είκοσι
καπέλα, ώσπου κουράστηκε.
Ό,τι καπέλο
άφηνε στο ράφι, το σπουργίτι το κοίταζε καλά-καλά και έκανε άλματα πάνω του,
προσέχοντας φυσικά να μην τα λερώσει.
Έφυγαν από το
μαγαζί με μια σακούλα με ένα καπέλο, δώρο από τον καταστηματάρχη που είχε
γνωρίσει τον Νικόλα σε μια επίσκεψη στο σπίτι τους για τις γιορτές.
Οι γονείς
του, που ήξεραν ότι το αγόρι βγήκε μια βόλτα εκεί κοντά, καθώς είχαν ακούσει
την συζήτηση με τον μεγάλο του αδελφό, τον είχαν ενημερώσει τηλεφωνικά, για να
τον προσέχει όσο είναι κοντά στην πόλη.
Ο Νικόλας φόρεσε
το πορτοκαλί του κασκέτο με ενθουσιασμό και κατευθύνθηκε προς το κατάστημα με
τα παιχνίδια πολύ γρήγορα.
Άρχισα να
κουράζομαι!
Το σπουργίτι
άρχισε να παραπονιέται, δεν του άρεσε αυτό το τρέξιμο στα μαγαζιά της πόλης και
η κατανομή στον κάθε χώρο για τόση πολλή ώρα.
Λίγο, λίγο θα
κάνω, το υπόσχομαι! Εδώ θέλω μόνο να δω.
Το πτηνό
πλησίασε κοντά στην βιτρίνα.
Το βλέπεις
αυτό; Το αγόρι κοίταζε ευθεία μπροστά του, κάπου προς το βάθος του μαγαζιού,
ανάμεσα στο πλήθος των παιχνιδιών κάθε λογής που στέκονταν στην πρόσοψη.
Την κούκλα;
Όχι, πιο
μέσα.
Το σπιτάκι;
Όχι, πιο
δεξιά.
Τα
στρατιωτάκια;
Όχι, λίγο πιο
κάτω.
Δεν βλέπω
κάτι άλλο, πέρα από λούτρινα αρκούδια, Playmobils και ένα… τρενάκι;!
Ναι, αυτό
ακριβώς. Το τρένο. Δεν είναι οποιοδήποτε τρένο. Υπάρχει ένας θρύλος γύρω από
αυτό. Είναι ξύλινο και είναι μαγικό. Μπορείς και εσύ να μικρύνεις και να μπεις
στα βαγόνια του. Άπαξ και ξεκινήσει μπορείς να κάνεις ταξίδια μέχρι και στο
διάστημα…
Ωραίο
ακούγεται, αν και το διάστημα πέφτει λιγάκι μακριά. Δεν πάμε καλύτερα εδώ
κοντά, στο δάσος; Θέλω να δεις κάτι.
Εντάξει.
Έτσι, οι δύο
φίλοι ξεκίνησαν να βαδίζουν και να πετούν προς το πράσινο τοπίο, χωρίς να
κοιτάξουν ξανά στιγμή πίσω τους. Ο Νικόλας φανταζόταν ταξίδια διαστημικά και το
σπουργίτι λίμνες και ξέφωτα.
Έφτασαν
σχετικά γρήγορα στο μικρό δασάκι. Εκεί τους περίμενε ένας αρκετά περίεργος
σκίουρος. Τους κοίταξε καλά μέσα στα μάτια για να σιγουρευτεί ότι δεν είχαν
έρθει να κάνουν κακό σε εκείνον και στους φίλους του και τους άφησε να περάσουν
με μια σχεδόν θεατρική κίνηση. Μετά χώθηκε σε μια κουφάλα ενός μεγάλου γέρικου
δέντρου. Ξαφνικά ο Νικόλας άρχισε να ακούει το τοπίο.
Νερό. Άκουγε
νερό να τρέχει. Υπήρχαν τριγύρω του σπουργίτια και άλλα πτηνά. Μερικά
νυχτοπούλια είχαν κουρνιάσει στα κλαδιά των δέντρων, ενώ τα νυχτολούλουδα ότι
είχαν αρχίσει να ανοίγουν τα πολύχρωμα πέταλά τους και να σκορπίζουν μυρωδιές
τριγύρω.
Ω, είναι
μαγικό!
Το αγόρι για
πρώτη φορά μπορούσε να νιώσει το άρωμα αυτών των άγρια όμορφων λουλουδιών.
Μόλις το σπουργίτι τον ενημέρωσε ότι ήταν νυχτολούλουδα ενθουσιάστηκε.
Είναι εκείνα
τα μικρά πολύχρωμα που έχουν φύλλα που ανοιγοκλείνουν;;
Πέταλα, είναι
πέταλα.
Ναι, αυτό. Τα
είδα στο βιβλίο, ουάου. Πάμε, θέλω να τα δω!
Τα πλησίασαν.
Ήταν πράγματι
πανέμορφα και περιτριγύριζαν το δασάκι.
Όμως εκείνη
την ώρα έγινε κάτι τρομερό. Ένα μικρό λαγουδάκι ταράχτηκε που οι δύο φίλοι
είχαν διακόψει τον ύπνο του και δεν το άφηναν σε ησυχία να ξεκουραστεί. Έτσι
άρχισε να κάνει πολλή φασαρία και να προσπαθεί να τους κάνουν να πάνε λίγο πιο
εκεί.
Ο Νικόλας
φοβήθηκε πολύ. Ας μην ξεχνάμε ότι είχε ευαισθησία στους ήχους, ειδικά αν αυτοί
ήταν δυνατοί. Είχε ευαισθησία γενικότερα. Έτσι, πήγε σε ένα δέντρο, κούρνιασε
κάτω από τα νυχτοπούλια και άρχισε να κλαίει.
Ε, γιατί
κλαις; Τι έγινε; Το σπουργίτι τον ρωτούσε γεμάτο με απορία.
Δεν μπορώ με
τόσο θόρυβο! Θέλω να πάω στο σπίτι.
Από τώρα;
Φοβάμαι.
Τότε το
σπουργίτι είπε το πρώτο του τραγούδι. Ήταν το τραγούδι της παρηγοριάς. Ήταν
ευχάριστο.
Ο Νικόλας
βρήκε τη δύναμη και σηκώθηκε. Κοίταξε μπροστά, κοίταξε και πίσω. Αποφάσισε ότι
θα συνεχίσει να βαδίζει προς τα μπροστά.
Έκανε νεύμα
στον φίλο του να τον ακολουθήσει. Άρχισε να μουρμουρίζει τον ρυθμό του
σπουργιτιού, συγχρονίζοντάς τον με τα βήματα και με τα πετάγματα τους . Ήταν
σαν να συμμετέχουν σε χορωδία με μουσικά όργανα.
Φαντάσου να
ήμασταν μαέστροι!
Τι είναι
αυτό;
Που
καθοδηγούν τους μουσικούς με τα χέρια…
Α, εγώ έχω
φτερά, πειράζει;
Όχι, ακόμα
καλύτερα, μου αρέσει πιο πολύ ο ήχος σου.
Περπατούσαν,
πετούσαν και ονειρεύονταν, όταν τα αυτιά του Νικόλα άρχισαν να νιώθουν τη βροχή
να πλησιάζει.
Το σπουργίτι
τινάχτηκε με την πρώτη ψιχάλα.
Αυτό… είναι…
β-βροχή;;
Δεν πρόλαβε
να ολοκληρώσει την ερώτηση και είχε αρχίσει να βρέχει για τα καλά.
Χάρηκα πολύ
που σε γνώρισα, Νικόλα, όμως τώρα θα χαθούμε και εμείς όπως όλοι όσοι ήξερα και
αγαπούσα.
Τι είναι αυτά
που λες, σπουργίτι; Μια απλή μπόρα είναι.
Με απλή μπόρα
έμοιαζε και τότε, μόνο που… που…
Ηρέμησε.
Άσε με!
Το αγόρι
άρχισε να τραγουδάει το τραγούδι τους και μάλιστα έβαλε μέσα σε αυτό νέους,
δικούς του ρυθμούς. Ένωσε την μελωδία με τους ήχους της βροχής, αγκάλιασε το
σπουργίτι για να το ζεστάνει και να το κάνει να νιώσει ασφάλεια και η βροχή
σταμάτησε, τελικά.
Α, άρα και
εσύ ξέρεις να φτιάχνεις μουσική! Γιατί δεν μου το είπες;
Ε, δεν είχε
χρειαστεί μέχρι σήμερα.
Προχώρησαν
βαθύτερα στο δάσος μουρμουρίζοντας το τραγούδι τους, αν και όχι τόσο
συγχρονισμένα. Αλλά είχε πλάκα.
Τότε τους
σταμάτησε ένας γέρος σκύλος που προσπαθούσε να κοιμηθεί.
Περαστικοί,
εδώ στην κοινότητα της λίμνης δεν τραγουδάμε. Ησυχία! Θέλω να κοιμηθώ!
Οι δύο φίλοι
έμειναν έκπληκτοι. Ποιος έχει την δύναμη να σταματήσει ένα τραγούδι γεμάτο με
αγάπη και κατανόηση;
Αν κάνουμε
πιο σιγά; είπε ο Νικόλας.
Ο σκύλος
όμως, κουρασμένος και φοβισμένος καθώς ήταν, έδειξε τα δόντια του.
Οι φίλοι μας
φοβήθηκαν πολύ. Άρχισαν, έτσι, να τρέχουν ως την άλλη άκρη της λίμνης.
Εκεί
συνάντησαν μερικές ταξιδιάρες πάπιες.
Εγώ τραγουδάω
καλύτερα καλή μου, αυτά που κάνεις είναι ερασιτεχνισμοί!
Ναι, καλά,
που να τις μάθεις εσύ τις καινοτομίες, είσαι αρκετά γερασμένη, μόνο τα παλιά
τραγούδια σου αρέσουν!
Κορίτσια μην
μαλώνετε, εγώ τραγουδάω πιο ωραία από όλες!
Ο Νικόλας
τόλμησε να διακόψει την συζήτηση:
Συγγνώμη αλλά
τόση ώρα που είμαστε εδώ, μιλάτε, δεν τραγουδάτε. Και, με όλη μου την ευγένεια δηλαδή,
μήπως θα θέλατε να τραγουδήσετε μαζί μας;
Εμείς; Μαζί
σας; είπε η νεαρή πάπια υπεροπτικά, κοιτώντας τους.
Εσείς,
τραγουδάτε; είπε η φίλη της.
Οι ήρωές μας
δεν σχολίασαν.
Μόνο
ξεκίνησαν να φτιάχνουν ρυθμούς, αλλά αυτή τη φορά μαζί και την ίδια στιγμή.
Ταυτόχρονα.
Τότε οι
πάπιες έκρωξαν, δίνοντας μια δραματική νότα στο τραγούδι τους και πέταξαν ψηλά
στον ουρανό. Μερικές βούτηξαν μέσα στο νερό.
Ο τόπος
άδειασε και ακούγονταν μόνο οι φωνές τους.
Τι ωραία που
είναι εδώ στη φύση, ε; ψιθύρισε το σπουργίτι.
Ναι, κοίτα,
στο νερό φαίνεται ο ουρανός και να, το πρώτο αστέρι!
Η εικόνα ήταν
μαγευτική και άκρως γαλήνια. Από ψηλά άρχισαν να ανάβουν τα φώτα των
Χριστουγέννων και έκαναν αντανάκλαση στο νερό της λίμνης. Το ηλιοβασίλεμα είχε
αρχίσει να χρωματίζει τον ορίζοντα με σκούρες πορτοκαλί πιτσιλιές.
Από τότε οι
δύο φίλοι την ονόμασαν η πολύχρωμη λίμνη της μουσικής.
Και τα ζώα
του δάσους ονόμασαν εκείνους Οι Μουσικοί του Δάσους.
Πρέπει να φύγουμε!
Υποσχέθηκαν στον αδελφό σου ότι όταν βγει το δεύτερο αστέρι θα πάμε πίσω στο
σπίτι!
Και σου
αρέσει να τηρείς τον λόγο σου, ε;
Πάντα!
Έτσι πήραν
τον δρόμο για τον γυρισμό.
Ευτυχώς είχε
καλό καιρό πλέον και ξαστεριά. Κοιτάζοντας τον ορίζοντα που από βαθύ πορτοκαλί
είχε αρχίσει να γίνεται σκούρος μοβ, το σπουργίτι είπε στον Νικόλα όλες τις
ιστορίες από τις βόλτες του.
Του είπε για
την ημέρα που γνώρισε τους κόκκινους παπαγάλους, για την φορά που συνάντησε
γλάρους και τον κέρασαν ψάρι αλλά δεν ήθελε και τους είπε ευχαριστώ και
για την γριά καρακάξα που ήταν τρομακτική στην όψη αλλά είχε μαγική καρδιά.
Ο Νικόλας,
πάλι, του μίλησε για τα ταξίδια που έκανε με τα βιβλία της βιβλιοθήκης του
παππού, για τον παππού που του έλειπε πολύ και για τις νύχτες που δεν κοιμόταν
αλλά φανταζόταν πως θα είναι οι εικόνες εκεί έξω.
Εδώ έξω,
θέλεις να πεις.
Ναι, εδώ έξω.
Κάπως έτσι
έφτασαν στο μικρό ξύλινο σπιτάκι του οποίου οι πόρτες ήταν ανοιχτές τις μέρες
με λιακάδα και οι αγκαλιές ήταν ανοιχτές στο εσωτερικό του τις μέρες με βροχή.
Για
ανθρώπους, σπουργίτια, τραγούδια και όνειρα.
Αν τύχει και
βρεθείς σε αυτό το μικρό δάσος που βρίσκεται κοντά στην μικρή πόλη με τις
βιτρίνες και τα καπέλα, ίσως και να ακούσεις τους Μουσικούς του Δάσους.
Αν τους
συναντήσεις, να τους δώσεις χαιρετίσματα από μια καλή τους φίλη. Ξέρουν αυτοί.
Μην διστάσεις
να τραγουδήσεις και εσύ μαζί τους. Θα τους δώσεις χαρά και θα πάρεις άλλη τόση.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου