Το περιτύλιγμα.
Στο background ακουγόταν μουσική και το τσούγκρισμα των ποτηριών ήταν πιο έντονο από άλλοτε- σαν σε μέρα γιορτινή. Κάποιος άνοιξε το παράθυρο και ο αέρας πήρε το σχεδόν τσαλακωμένο χαρτί με το γέλιο της Τζοκόντα και το μετέφερε στα σοκάκια, ένα βράδυ φθινοπώρου.
Το περιτύλιγμα σπρώχτηκε, πατήθηκε, μεταφέρθηκε άγαρμπα στο σταθμό του μετρό, μέσα από μια διαδρομή που θύμιζε ποδοσφαιρικό αγώνα, με το μικρό χαρτί σαν μπάλα και τους περαστικούς σαν αθλητές.
Μέχρι που το βρήκε, το μάζεψε και το έβαλε στο σακίδιό της. Της άρεσε αυτό το νεαρό άτομο που φαινόταν σαν να χαμογελούσε αινιγματικά. Δεν του έδωσε όμως υπερβολική σημασία, καθώς ήταν πολύ βιαστική, έπρεπε να προλάβει το αεροπλάνο της.
Δεν ήξερε πώς να βγάλει εισιτήριο για να μπει στο μετρό- η αλήθεια ήταν πως εκείνη η πόλη την μπέρδευε φοβερά- όλα ήταν τόσο διαφορετικά, ένα όμορφο χάος, κάθε μέρα μια νέα περιπέτεια. Ρώτησε λοιπόν έναν επιβάτη, ο οποίος τη βοήθησε και την συνόδευσε ως το αεροδρόμιο, μιας και προς τα εκεί κατευθυνόταν και ο ίδιος.
Όσο διήρκεσε το ταξίδι, μοιράστηκαν κάθε λογής ιστορίες. Είπαν για τις ομορφότερες πόλεις, τα πιο πράσινα πάρκα, τα αγαπημένα τους βιβλία, φαγητά, μουσεία, μουσικές.. Σαν να εισήλθε για λίγα λεπτά ο ένας στην κουλτούρα του άλλου και βίωσε μια εμπειρία διαφορετική, αν και μόνο με τη φαντασία μπόρεσε να δει εικόνες από έναν κόσμο που ποτέ ως τότε δεν είχε γνωρίσει.
Πριν μπει στο αεροπλάνο, σαν να του έδωσε πάσα, του χάρισε το περιτύλιγμα, και εκελινος το έβαλε βιαστικά στην τ΄σεπη, οδεύοντας προς τον δικό του προορισμό.
Το περιτύλιγμα, θες από το αεράκι του φθινοπώρου που όλο και δυνάμωνε, θες από καθαρή τύχη, το έσκασε από την τσέπη και έφυγε για πολλές ακόμα περιπέτειες χαμογελώντας πονηρά.
Ή τουλάχιστον, έτσι μού φάνηκε όταν το είδα κοντά στη στάση του μετρό, οδεύοντας βιαστικά προς έναν ακόμα προορισμό.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου