Έξι παρά τέταρτο
Σαν πονεμένη μου φάνηκε η σημαία.
Ή σαν ελεύθερη μέσα στα σκαμπανεβάσματά της.
Έπεφταν πάνω της χρώματα, σταγόνες, αέρηδες και εκείνη εκεί, σιωπηλή παρατηρητής των καταστάσεων.
Από κάτω ακούγονταν οι ήχοι των αυτοκινήτων του κεντρικού δρόμου και τα βήματα των περαστικών ενώ αναδυόταν η γνώριμη μυρωδιά μιας κάποιας μικρής πόλης. Άλλοτε νυχτολούλουδα, άλλες φορές πορτοκαλιές και άλλα εσπεριδοειδή, ορισμένες στιγμές και το μαλακτικό των ρούχων που το είχε σκάσει από τα φρεσκοπλυμένα σεντόνια κάποιας οικογένειας, γνώστης, άγνωστης, καμία σημασία δεν είχε.
Σαν παζλ το τοπίο ξεπεταγόταν καθημερινά, ανά εποχή με άλλα χρώματα και η σημαιούλα εκεί, στο κέντρο, να υπομένει. Περιμένοντας, ίσως, κάποιος να καταλάβει γιατί βρισκόταν εκεί.
Και να της εξηγήσει και της ίδιας.
Να ήταν για λόγους αγάπης;
Μα πόσοι ερωτευμένοι είχαν ειδωθεί εκεί λόγο πιο πέρα...
Να ήταν για λόγους αξιοπρέπειας;
Πόσοι είχαν αρνηθεί την καταπίεση και είχαν τολμήσει να επιδιώξουν τη φυγή τους, εκεί, ακριβώς από κάτω της.
Άλλοι τόσοι και τόσες είχαν οραματιστεί ένα καλύτερο μέλλον.
Ίσως, λοιπόν, να ήταν εκεί για τα όνειρα.
Σήμερα κοκκίνισε από το ηλιοβασίλεμα. Πήρε το ίδιο χρώμα με το βλέμμα κάτι ερωτοχτυπημένων με την καλύτερη εκδοχή των πραγμάτων.
Τώρα.
Και άρχισε να νυχτώνει, το βαθύ πορτοκαλί να μετατρέπεται σε σκούρο ροζ, η ψύχρα να αγκάλιαζει τους μόνους και τους μαζί.
Και η ώρα ήταν μόλις έξι παρά τέταρτο.
Χειμώνιαζε.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου