Διαδρομές, επιλογές και εισιτήρια
Ξέρεις ποιο είναι το πρόβλημα;
Ότι προσμένω να βρω έναν άνθρωπο, έναν άλλον άνθρωπο, και να του πω σώσε με από αυτό.
Ενώ πρακτικά ξέρω ότι είμαι η μόνη που για ακόμα μια φορά θα σώσω τον εαυτό μου.
Δεν είναι εύκολο να καταλαβαίνεις ποια ακριβώς είναι τα στοιχεία που σε αρρωσταίνουν περισσότερο και από το τσιγάρο, ή το κρύωμα, ή την ίωση.
Το νιώθεις μέσα σου ότι εσύ κάπου πνίγεσαι, δεν χώρας, ασφυκτιάς.
Και όσο και αν η καλή σου θέληση να σώσεις τους άλλους από τον ίδιο τους τον εαυτό φαινομενικά υπερτερεί, στο τέλος ξέρεις πολύ καλά τι είναι αυτό που θα γίνει.
Γνωρίζεις, ακόμα, και πως θα γίνει. Το έχεις δει πολύ πριν να γίνει.
Και στο τέλος αναρωτιέσαι: Γιατί κάθε φορά να με σώζω;
Άτοπο. Θα μπορούσα απλώς να γελάω, να νιώθω ότι κολυμπάω όχι ότι πνίγομαι και όλα να είναι εντάξει.
Το ότι δεν είναι όλα εντάξει με μια κατάσταση, μια σχέση για παράδειγμα, φαίνεται από τα συναισθήματα γύρω από αυτήν. Και μέσα της.
Αυτές οι ατιμες οι λεπτομέρειες. Που δεν τις αντέχεις.
Πόσο τραγικά παράδοξο.
Γιατί εσύ κάποτε τις λεπτομέρειες τις ερωτευοσουν.
Λεπτομέρειες από λεπτομέρειες, θα μου πεις, διαφέρουν.
Είναι σαν τα ρούχα.
Άλλα σου πάνε, έτσι απλά, γιατί είναι φτιαγμένα για σένα και άλλα ενώ είναι στο νούμερό σου δεν έχουν καλή εφαρμογή.
Δεν θέλει ούτε υπομονή ούτε φιλοσοφία αυτό το θέμα.
Η υπομονή και η φιλοσοφία είναι πηγές αρρώστιας, κάθε φορά.
Θέλει να μένεις όπου γελάει η ψυχή σου και να αποχωρείς από όπου δεν.
Η μεγαλύτερη τέχνη, διάβασα, είναι να ξέρεις να αποχωρείς σωστά.
Υπάρχει, άραγε, σωστό, στην αποχώρηση;
Πάντα κάποιος μένει με την πικρία όταν κάποιος άλλος φεύγει, πως είναι όταν πίνεις το κατακάθι, ενώ ήθελες και άλλο καφέ;!
Τον καφέ όμως δεν τον ρώτησες αν θέλει εσένα.
Και αν τον ρώτησες, δεν είχε επιλογή να σου απαντήσει.
Πάντα εκεί, με έναν καφέ στο χέρι.
Το κάνω αυτό, σε κάθε μετακίνηση, χαζεύω τα μέρη που κρατούσα ένα πλαστικό ή χάρτινο ποτηράκι με τον πικρό μου φίλο για παρέα.
Όλα τα μέρη που ένιωθα ένα συναίσθημα: Ελευθερία.
Ελευθερία να επιλέγω που θα πάω και πως. Να έχω δει από πριν που θα καταλήξω. Να έχω προβλέψει ακόμα και τις επικείμενες εκπλήξεις.
Πάντα το έκανα αυτό. Ποτέ δεν πήγαινα στα τυφλά. Και να σκεφτείς έχω κάνει και πολλές λάθος επιλογές.
Τις έκανα για να μετρήσω τις δικές μου αντοχές και για να ορίσω τα δικά μου όρια.
Δεν έλεγε να ζω με στεγανά του νου, δεν την ήθελα μια τέτοια ζωή.
Για να μπορώ να έχω γνώμη για ένα θέμα ήθελα να το έχω νιώσει στο πετσί μου, χωρίς ίχνος εγώ αυτό κάπου το άκουσα και γνωρίζω τι σημαίνει επειδή μου το είπαν.
Και που έλεγαν, τι;
Σαμπως οι περισσότεροι το γνώριζαν σε βάθος; Και αυτοί από αλλού το είχαν ακούσει.
Το κάνουν οι άνθρωποι αυτό, νομίζουν ότι ξέρουν κάτι χωρίς να το έχουν νιώσει. Και όλο λένε.
Ακόμα όμως και αν το αισθανθείς πολύ κοντά σου αυτό το κάτι, είναι η ματιά σου τελικά που μαθαίνεις να ερμηνεύεις και όχι η κατάσταση.
Και μέσα που έπεσα σε πολλές από τις προβλέψεις του ενστίκτου μου, δεν είχε σημασία. Πρόβλεψη αντιδράσεων, ήταν. Πες το ερευνητική λόξα.
Πρόβλεψη συναισθημάτων να κάνεις, αυτό είναι το πιο σύνθετο από όλα.
Μπορεί και να μπορούμε, κάποια μέρα, ποιος ξέρει. Ίσως να φτάσει εκείνη η μέρα που δεν θα μας νοιάζουν τόσο τα νούμερα και τα ποσοστά, αλλά η ουσία στο μέσα μας.
Εμενα αυτό πάντα με κέρδιζε και αναρωτιομουν πως μπορούν να βλέπουν αλήθεια σε ένα μάτσο από αριθμούς.
Ή να μετατρέπουν την αλήθεια σε αριθμούς ακριβώς επειδή αυτό είναι περισσότερο βολικό.
Ξέρεις, για την γενίκευση.
Ωραίο πράγμα να γενικευεις διαρκώς, κατά πολύ λιγότερο κουραστικό για έναν εγκέφαλο που δεν επιθυμεί να εξελιχθεί περαιτέρω.
Το δύσκολο είναι να κοιτάς τις λεπτομέρειες. Να τις αναλυεις τόσο οικτρά πολύ που να σε πονάει το μέσα σου. Και μετά να αφαιρεις.
Να απλοποιείς τα υπαρκτά δεδομένα της συναισθηματικής σου νοημοσύνης και της κριτικής σκέψης σου και να τα κάνεις λέξεις κλειδιά, εικόνες, αρώματα, και κυρίως, συναισθήματα.
Αναμνήσεις.
Μου είπαν κάποτε ότι δεν ξέρω από συναισθήματα.
Ίσως και να μην.
Τα έχω νιώσει, όμως, στο πετσί μου.
Όταν κάποιος έλεγε πονάω πονούσα μαζί του, όταν έλεγε πεινάω πεινούσα μαζί του, όταν έλεγε θέλω ήθελα μαζί του και όλα αυτά τα έκανα κατ επιλογή.
Στο μεταξύ, παρατηρούσα. Γραμμές προσώπου, γέλιο, μάτια.
Μάθαινα την αλήθεια στα πρόσωπα και στις κινήσεις των ανθρώπων.
Στο δέρμα τους.
Δεν μετάνιωσα στιγμή για αυτό, για την σχεδόν εμμονική μου προσήλωση στις λεπτομέρειες.
Έτσι έζησα όπως θέλησα, αληθινά.
Και ας μην κατάλαβαν για ένα δευτερόλεπτο όσα εγώ ένιωσα για εκείνους.
Έβαλα καφε.
Βγήκα.
Και μπορούσα να διαλέξω ποιες λεπτομέρειες θα με αυτοπροσδιορίσουν για μια ακόμα μέρα, όταν ήδη έχω αποχωρήσει από εκείνες που μου χωρούσαν. Και που χωρούσα σε αυτές. Ή από τις άλλες, ξέρεις, αυτές που διαρκώς με έσπρωχναν μακριά.
Ο κόσμος είναι μεγάλος και όταν νομίζεις πως αυτό που χρειάζεσαι είναι η αγάπη, αλλά αυτή η αγάπη, που εσύ έχεις δώσει στις λεπτομέρειες, τελικά ίσως και κάτι να χάνεις.
Καθώς διαρκώς, αποχωρείς.
Θες πολλά.
Μπορεί να στο πουν.
Μα το γνώριζες από πριν, όχι αυτή τη φορά λόγω ενστίκτου, απλά επειδή αφιέρωσες πολύ (μα πάρα πολύ) χρόνο στο να σε σώζεις.
Το ξέρεις ότι θες πολλά. Γιατί το μέσα σου πάντα ήταν πολύ.
Καλό, κακό, δεν έχει σημασία. Ένας αρμονικός συνδυασμός των δύο, και ας σε λένε οι μισοί άγγελο και οι άλλοι μισοί δαίμονα.
Και είσαι εντάξει με αυτό.
Με την ορμή της επιθυμίας σου.
Απεχθανεσαι τον συμβιβασμό, καθώς ο συμβιβασμός μπορεί να σκοτώσει συνειδήσεις.
Η γνώση, πάλι, όχι.
Της ματιάς σου.
Και του πως αυτή μπορεί να δώσει χώρο αντί να στερήσει.
Για αυτό ήμουν πάντα περήφανη. Και ας έφευγα τόσο δραματικά που μου το έκανα κάθε φορά δύσκολο.
Και ας έπρεπε κάθε φορά, μετά από κάθε σώσε με να ξέρω πως δεν πρόκειται να με σώσει κανείς. Παρά μόνο η ματιά μου.
Και αυτό ήταν εντάξει.
Στην τελική δεν γνώριζα τα πάντα, απλά και μόνο τι μου πήγαινε.
Που και πως δεν πνιγομουν.
Και αυτή ήταν μια αρχή για να μπορέσω να καλυμπησω.
Φαντάσου τώρα να είχε φουρτούνα και εγώ να έλεγα: θα συνηθίσω, θα προσαρμοστώ, θα αφήσω την φουρτούνα να με πάει.
Και αν παω κόντρα στο ρεύμα, τι θα γίνει;
Έτσι ξεκίνησε η φυγή μου.
Και βγήκα εκεί ακριβώς που είχα προβλέψει, με λίγες εκπλήξεις ακόμα που βρέθηκαν πλάι μου.
Και μετά σου λένε να μην εμπιστεύεσαι το ένστικτο.
Για κάποιον λόγο το έχουμε.
Και τώρα μου φωνάζει σώσε με και εγώ δεν μπορώ να κοιμηθώ.
Θα βάλω καφέ.
Σε χάρτινο ή σε πλαστικό ποτηράκι.
Και θα σκεφτώ τις διαδρομές.
Τις επιλογές.
Και τα εισιτήρια.
Στοίβες και αυτά, μαζί με όλα όσα με άλλαξαν, με έσωσαν, με έφεραν ακριβώς εδώ που ήθελα.
(Απόσπασμα από το βιβλίο Οι πέντε μάρτυρες).
BD.R
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου